Arta

Τα όρια της περιφέρειας του μητροπολίτη Αρτας δεν είχαν παρά ελάχιστη σχέση με εκείνα του αντίστοιχου καζά436. Από τους ναχιγιέδες του περιλάμβαναν μόνο τη Βρύση, τον Κάμπο, τον Καρβασαρά (χωρίς το Ανώγι και την Κλεισούρα) και τη Μεγάλη Λάκκα. Περιείχαν επίσης τα έξι πλησιέστερα χωριά των Τζουμέρκων που βρίσκονταν στη δυτική όχθη του Αράχθου (Γρεμενίτσα, Γρίμποβο, Βλαχέρνα, Μπρέ νιστα, Πιστιανά και Νησίστα) και τα έξι δυτικότερα χωριά του Ραδοβιζιού, τα λεγό μενα Ζυγοχώρια437. Το υπόλοιπο τμήμα των Τζουμέρκων υπαγόταν στη μητρόπολη των Ιωαννίνων, ενώ το Ραδοβίζι, από το 1830 και ύστερα, στη μακρινή μητρόπολη της Λάρισας· στην πράξη, βέβαια, ο μητροπολίτης Αρτας ασκούσε κι εδώ την επιρ ροή του. Ο καζάς της Πρέβεζας ανήκε ολόκληρος στην επαρχία της Αρτας, με εξαί ρεση τη Ρουσάτσα/Πολυστάφυλο που υπαγόταν στη μητρόπολη Ιωαννίνων αντί γι' αυτήν, ωστόσο, υπαγόταν εκκλησιαστικά στην Αρτα το χωριό Σερζιανά των Ιωαν νίνων. Τα εδάφη της Πρέβεζας αποτελούσαν μέχρι το 1881 χωριστή «περιοχή» με ιδιαίτερο αρχιερατικό επίτροπο, που επόπτευε τα «τμήματα» Λάμαρης, Τσαμοχω ρίων και Λακκοπούλας. Στην «περιοχή» της Αρτας διέκριναν επτά τμήματα (Κά μπου, Βρύσης, Ποταμιάς, Λάκκας, Καρβασαρά, Τζουμέρκων και Ραδοβιζιού), τα τρία τελευταία όμως είχαν έκταση μικρότερη απ' όσην όταν εννοούνταν ως ναχιγιέ δες του αντίστοιχου καζά. Κατά συνέπεια η απόσπαση της Αρτας, του Ραδοβιζιού και των Τζουμέρκων το 1881 δεν στέρησε από την έκταση της επαρχίας (εκτός από την έδρα του θρόνου της) παρά μόνο τα είκοσι περίπου χωριά της Βρύσης και των Ζυγοχωρίων το υπόλοιπο κομμάτι αποτέλεσε νέα μητρόπολη, στην οποία δόθηκε το όνομα της «πάλαι διαλαμψάσης» μητροπόλεως Νικοπόλεως, για να μετατραπεί, με την προσθήκη του ονόματος της έδρας της, σε «Νικοπόλεως και Πρεβέζης»438.

Janina

Όπως και στην Άρτα, έτσι και στην περίπτωση των Ιωαννίνων η εκκλησιαστική οριοθεσία παρουσίαζε αρκετές παρεκκλίσεις σε σχέση με τη διοικητική439. Τα βόρεια σύνορα της επαρχίας, κατά μήκος του ποταμού Βογιούσα, και τα ανατολικά προς την πλευρά της Πίνδου ήταν σχεδόν ταυτόσημα· μόνη εξαίρεση αποτελούσε η υπα γωγή του γιαννιώτικου χωριού Ντερβεντίστα στην εξαρχία του Μετσόβου. Τα νότια σύνορα, προς την πλευρά της Αρτας, ήταν, όπως προαναφέρθηκε, αρκετά ευρύτερα από τα διοικητικά, αφού περιέκλειαν επίσης τα χωριά Κλεισούρα και Ανώγι του Καρβασαρά440, Ρουσάτσα της Λακκοπούλας, και ολόκληρα σχεδόν τα Τζουμέρκα Επιπλέον, δεκαέξι χωριά του καζά της Παραμυθιάς, που βρίσκονταν ανατολικά της γραμμής Λιβίκιστα/Ζωτικό-Πετούσι-Ραδοβίζι, περιέχονταν και αυτά στα όρια της μητροπόλεως Ιωαννίνων441. Από το Ραδοβίζι άρχιζαν τα σύνορα μεταξύ της επαρ χίας Ιωαννίνων και του τμήματος Κουρέντων και Ζαγορίου της επαρχίας Βελλάς. Η πορεία των συνόρων ήταν αρκετά πολύπλοκη και δεν αντιστοιχούσε με κανένα ιδιαίτερο φυσικό σύνορο. Αρχικά κατευθύνονταν ανατολικά, προς την κατεύθυνση του χωριού Κοβίλιανη/Πολύλοφο, και στη συνέχεια έστριβαν βόρεια, αφήνοντας δεξιά τα χωριά Βελτσίστα/Κληματιά, Ζίτσα, Βλαχάτανο και Νεγράδες, που αποτε λούσαν και τα ακραία σημεία της επαρχίας Ιωαννίνων στην περιοχή των Κουρέ ντων. Στη μητρόπολη Ιωαννίνων ανήκε και ολόκληρος ο ναχιγιές του Ζαγορίου, εκτός από τα εννέα βορειοδυτικότερα χωριά του, που συγκροτούσαν το ομώνυμο τμήμα της επαρχίας Βελλάς (βλ. παρακάτω). Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι μεταξύ 1843 και 1863 τα σύνορα αυτά είχαν πάψει να ισχύουν, εφόσον η επισκοπή της Βελ λάς είχε ολοκληρωτικά προσαρτηθεί στη μητρόπολη των Ιωαννίνων442. Εδαφικά η μητρόπολη των Ιωαννίνων ήταν χωρισμένη σε πέντε τμήματα. Τέσ σερα από αυτά (Ζαγορίου, Κουρέντων, Μαλακασιού και Τσαρκοβίστας) αντιστοι χούσαν στους τέσσερις ομώνυμους ναχιγιέδες του καζά· τα μεταξύ τους όρια παρέ μεναν αμετάβλητα στην εκκλησιαστική όπως και στη διοικητική διαίρεση, η έκταση τους όμως, όταν νοούνταν ως εκκλησιαστικά τμήματα, ήταν διαφορετική, γιατί επη ρεαζόταν από τις αποκλίσεις ανάμεσα στα προαναφερόμενα όρια της μητροπόλεως και στα διοικητικά όρια του καζά. Όσα χωριά της μητροπόλεως Ιωαννίνων υπάγο νταν διοικητικά στο ναχιγιέ του Καρβασαρά ή στον καζά της Παραμυθιάς κατα τάσσονταν συνήθως στο τμήμα της Τσαρκοβίστας443. Κατά συνέπεια η Τσαρκοβί στα, νοούμενη ως ναχιγιές του καζά των Ιωαννίνων, περιελάμβανε 49 μόνο από τα 223 χωριά του, νοούμενη όμως ως τμήμα της μητροπόλεως Ιωαννίνων, περιελάμ βανε 64 επί συνόλου 220444. Το πέμπτο τμήμα της επαρχίας, τα Τζουμέρκα, το απο τελούσαν αποκλειστικά χωριά του καζά της Άρτας445. Φυσικά, με την προσάρτηση της Αρτας στην Ελλάδα (1881) το τμήμα αυτό αποκόπηκε ολότελα από τα εδάφη της μητρόπολης· μικρή αναγκαστική τροποποίηση επήλθε και στα όρια του τμήματος του Μαλακασιού446. Τέλος, ας σημειωθεί ότι από τα πέντε εδαφικά τμήματα της επαρχίας, το Ζαγόρι διέθετε για ένα διάστημα χωριστή δημογεροντία· το ίδιο ίσχυε μέχρι το 1909 και για την πόλη των Ιωαννίνων447

Grevena

Τα όρια της εκκλησιαστικής επαρχίας των Γρεβενών δεν παρουσίαζαν μέχρι το 1881 καμία ιδιαίτερη δυσκολία: ταυτίζονταν απόλυτα με το άθροισμα των δύο καζάδων Γρεβενών και Βεντσών. Επίσης, στο έδαφος της επαρχίας ανήκε από την αρχή και η κωμόπολη της Σαμαρίνας, που διοικητικά υπαγόταν για ένα διάστημα στον καζά της Κόνιτσας448. Τα τέσσερα «τμήματα» της μητρόπολης, Βλάχων, Τσούρχλης, Χασίων και Βεντσών, αντιστοιχούσαν στις ομώνυμες περιοχές του κα ζά. Όταν, λόγω της προσάρτησης της Θεσσαλίας (1881), η επιφάνεια του καζά των Γρεβενών αυξήθηκε με την προσθήκη δέκα ακόμη αλύτρωτων χωριών του πρώην καζά των Τρικάλων, οι κτήσεις της μητροπόλεως Γρεβενών δεν επεκτάθηκαν ανά λογα, γιατί εκκλησιαστικά τα χωριά αυτά προσαρτήθηκαν στη βραχύβια (1882 1896) μητρόπολη της Δεσκάτης. Με τη διάλυση ωστόσο της τελευταίας, όσα χωριά της υπάγονταν τότε διοικητικά στα Γρεβενά προσαρτήθηκαν στην ομώνυμη μητρό πολη, όπου και παραμένουν μέχρι σήμερα449.

Vela

Παρά τη μικρή σχετικά έκταση της, η εκκλησιαστική επαρχία Βελλάς ξεχώριζε ανά μεσα στις εκκλησιαστικές διαιρέσεις της Ηπείρου για την περίπλοκη και ετερόκλητη εδαφική της διάρθρωση: ύστερα από τη συγχώνευση της με την αρχιεπισκοπή Πωγω νιανής (1863), έφτασε να περιλαμβάνει τμήματα από τέσσερα διαφορετικά σαντζά κια και οκτώ διαφορετικούς καζάδες, από τους οποίους ωστόσο κανείς δεν υπαγόταν ολοκληρωτικά στη δικαιοδοσία της μέχρι το 1881. Στην αρχική της μορφή (πριν από το 1834) η επαρχία απαρτιζόταν από τις ακόλουθες εδαφικές υποδιαιρέσεις454: α. Το «τμήμα της Κόνιτσας», όπου βρισκόταν και η πρωτεύουσα της επαρχίας, το αποτελούσαν οι ανατολικές περιοχές του ομώνυμου καζά, όσες δεν υπάγονταν στην αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής και στη μητρόπολη Καστοριάς. Εδώ εντάσσονταν και τα πέντε χωριά του Γράμμου (Δέντσικο, Πληκάτι, Τούρναβο, Χιονάδες και Λεσκάτσι), που ανήκαν κατά καιρούς στον καζά της Κολωνίας, και τα δύο μακεδο νίτικα χωριά της επαρχίας Βίσαντσκο και Σλάτινα, που υπάγονται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στον καζά της Καστοριάς. β. Νοτιοδυτικά της προηγούμενης ομάδας, εννέα από τα δυτικότερα χωριά του Ζαγορίου (Πάπιγκο, Αρτσίστα/Αρίστη, Αγιος Μηνάς, Βιτσικό/Βίκος, Μεσοβούνι, Μαυροβούνι, Ανω και Κάτω Ραβένια, Αληζότ Τσιφλίκι/Γεροπλάτανος) συγκροτού σαν το «τμήμα Ζαγορίου», που ανήκε διοικητικά στον καζά των Ιωαννίνων. γ. Δυτικά του προηγουμένου ένα τμήμα του καζά του Πωγωνιού, με κυριότερα χωριά τη Βήσσανη, το Λαχανόκαστρο και τα Τσαραπλανά/Βασιλικό, αποτελούσε το «τμήμα Παλαιάς Πωγωνιανής», για το οποίο επικρατούσε η άποψη ότι σε προη γούμενους αιώνες ήταν προσαρτημένο στην αρχιεπισκοπή της Πωγωνιανής455. Παρ' όλο που απαντάται μετά το 1863 και με την απλούστερη ονομασία «τμήμα Πωγωνιανής», διακρίνεται πάντα σαφώς από την καθαυτό περιφέρεια της αρχιεπι σκοπής, η οποία επίσης αποτέλεσε κατά καιρούς τμήμα της επαρχίας Βελλάς, όπως αναφέρεται αναλυτικότερα παρακάτω. δ. Νότια των δύο προηγουμένων εκτεινόταν το τμήμα Κουρέντων, που το απο τελούσαν κατά πλειοψηφία χωριά του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά των Ιωαννίνων η γραμμή που το χώριζε από το αντίστοιχο τμήμα της μητροπόλεως Ιωαννίνων έχει περιγραφεί παραπάνω. Στο τμήμα αυτό κατατάσσονταν, λόγω της γεωγραφικής γειτονίας τους, και τα ακόλουθα χωριά της επισκοπής: Το Κρυονέρι του καζά Πω γωνιού, που ήταν εδαφικά αποκομμένο από τα υπόλοιπα πωγωνίτικα χωριά της επαρχίας· η Λεπτοκαρυά, η Μπράνια/Μαρίνα και το Κούτσι/Βρυσούλα του καζά των Φιλιατών η Βροσίνα, το Μάζι/Πολύδωρο και η Γρανίτσα ή Κακογρανίτσα του καζά της Παραμυθιάς. Στο εσωτερικό του τμήματος βρίσκονταν και τα δύο χωριά της αυτόνομης εξαρχίας Σωσίνου. ε. Η περιφέρεια της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής αποτελούσε ολόκληρη, μεταξύ 1834 και 1842, τμήμα της μητροπόλεως Βελλάς και Πωγωνιανής. Τα όρια της περι γράφονται παρακάτω. Με τη διάλυση της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής και την ανασύσταση της επι σκοπής Βελλάς και Κονίτσης (1863), τα βορειοδυτικά σύνορα της τελευταίας σταθε ροποιήθηκαν κατά μήκος των τότε συνόρων των καζάδων Πρεμετής και Κόνιτσας/ Πωγωνιου, δηλαδή δυτικά του Λεσκοβικιού· το μόνο χωριό του καζά της Κόνιτσας που παρέμεινε έξω από τα όρια της εκκλησίας της ήταν η Πόδα, που ανήκε από παλιά στη μητρόπολη της Καστοριάς. Τα χωριά της πρώην αρχιεπισκοπής Πω γωνιανής, όσα δεν είχαν προσαρτηθεί στη μητρόπολη Κορυτσάς, εξακολουθούν α κόμη να κατατάσσονται από μερικές πηγές σε ιδιαίτερο «τμήμα Πωγωνιανής»· αρ γότερα όμως, από τη δεκαετία του 1880 και πέρα, η ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ται περισσότερο για τα χωριά του τμήματος της Παλαιάς Πωγωνιανής. Τη θέση της παίρνει το «τμήμα Λεσκοβικιού», που σχηματίζεται μετά την ίδρυση του ομώνυμου καζά (1882). Μετά την απελευθέρωση τα όρια της μητροπόλεως Βελλάς και Κονίτσης τρο ποποιήθηκαν ριζικά αφού, εκτός από την απώλεια δέκα περίπου χωριών της που περιήλθαν στην Αλβανία, ολόκληρο το τμήμα της Παλιάς Πωγωνιανής μεταβιβά στηκε στη νεοσύστατη μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής (1924), ενώ τα τμήματα Κουρέντων και Ζαγορίου διανεμήθηκαν μεταξύ των επαρχιών Ιωαννίνων, Δρυϊνουπόλεως και Παραμυθιάς456. Κατά το 1936 η μητρόπολη Βελλάς και Κονί τσης συγχωνεύθηκε με τη μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής, σχηματίζο ντας τη σημερινή μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης.

Pogoniana

Η αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής πήρε το όνομα της από την ομώνυμη υστεροβυζαντι νή πόλη, που βρισκόταν ακριβώς πάνω στα σημερινά ελληνοαλβανικά σύνορα, στην περιοχή των χωριών Διπαλίτσα/Μολυβοσκέπαστη και Μεσαριά (στο αλβανικό έδα φος)· καθεδρικός ναός της αρχιεπισκοπής ήταν η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων της Διπαλίτσας457. Κατά τον 19ο αιώνα, και για όσο διάστημα η αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής αποτελούσε ανεξάρτητη επαρχία, ο αρχιεπίσκοπος διέμενε μόνιμα στο Βουκουρέστι, ζώντας από τα έσοδα των εκεί κληροδοτημάτων της· τον αναπλήρωνε συνήθως ο ηγούμενος της μονής Μολυβδοσκεπάστου της Διπαλίτσας. Τα όρια της επαρχίας περιλάμβαναν εδάφη υποκείμενα στους καζάδες Κόνιτσας, Πωγωνιου και Πρεμετής458. Από τα χωριά της σημερινής ελληνικής επικράτειας ανήκαν στην αρχιεπισκοπή η Διπαλίτσα/Μολυβοσκέπαστη, η Οστανίτσα/Αηδονοχώρι, το Μάζι, το Σα νοβό/Αετόπετρα, η Μελισσόπετρα, η Πυροβίτσκα/Καλόβρυση, το Μπελθούκι/Πυξα ριά και τα εγκαταλειμμένα Μπο(γον)τσικό και Δερβένι. Επίσης, στα όρια της υπά γονταν και 24 χωριά της σημερινής Αλβανίας (τα 5 μουσουλμανικά), που κατείχαν την κοιλάδα της Βογιούσας μέχρι το ύψος των χωριών Λιάρα και Παλουμπάρι, κα θώς και η κωμόπολη του Λεσκοβικιού. Σύμφωνα με το συνοδικό τόμο που αποφάσι σε τη διάλυση της αρχιεπισκοπής (1863), τα δέκα βορειοδυτικότερα χωριά της, που υπάγονταν στον καζά Πρεμετής, προσαρτήθηκαν στη μητρόπολη της Κορυτσάς (αρχιερατική επιτροπεία Πρεμετής), ενώ τα υπόλοιπα στην επισκοπή Βελλάς και Κονίτσης. Μετά το 1882, τα περισσότερα από τα χωριά της πρώην αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής πέρασαν στη δικαιοδοσία του καζά του Λεσκοβικιού.

Drinòpol

Η επισκοπή Δρυϊνουπόλεως οφείλει και αυτή το όνομα της στην ομώνυμη βυζαντι νή πόλη, τα ερείπια της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα κοντά στη Νεπραβίστα της ανατολικής Δρόπολης459· κατά την εποχή που εξετάζουμε, η έδρα της είχε προ πολ λού μεταφερθεί στο Αργυρόκαστρο. Αν και από το 1832 τη βρίσκουμε συγχωνευμέ νη με την επισκοπή Χειμάρρας και Δελβίνου, τα παλιότερα όρια των δύο επαρχιών μπορούν να περιγραφούν αναδρομικά χάρη στα σύνορα με τα οποία εξακολουθού σαν να διακρίνονται τα αντίστοιχα εκκλησιαστικά τμήματα460. Η επαρχία Χειμάρ ρας και Δελβίνου αντιστοιχούσε σε δύο τμήματα, της Χειμάρρας (ή Μπρεγουδετί ου) και του Δελβίνου· τα μεταξύ τους όρια διαφοροποιούνται στις στατιστικές πηγές, γιατί επηρεάζονται από τη διακύμανση των αντίστοιχων διοικητικών διαι ρέσεων. Το τμήμα του Δελβίνου είχε έκταση μικρότερη από τον ομώνυμο καζά, επει δή το νοτιότερο τμήμα του υπαγόταν, όπως είπαμε, στην επισκοπή της Παραμυθιάς, ενώ μία ομάδα λίγων, αλλά σημαντικών χωριών στα νοτιοανατολικά της πόλης υπαγόταν απευθείας στο τμήμα της Δρόπολης (Μουζίνα, Κρόγγοι, Δρόβιανη, Λεσι νίτσα). Επίσης, παρ' όλο που υπάγονταν για ένα διάστημα στον ομώνυμο καζά, δεν περιλαμβάνονται ποτέ στο «τμήμα Δελβίνου» τα χωριά της δυτικής Ρίζας (Γαρδίκι, Ζουλιάτι, Μασκουλόρι, Χουμελίτσα), τα οποία χώριζε από το Δέλβινο ο συμπαγής μουσουλμανικός πληθυσμός της περιοχής Κουρβελεσιού. Στην περιοχή της Χειμάρρας, τα όρια ανάμεσα στο ομώνυμο τμήμα και στη μητρόπολη των Βελεγράδων ήταν ταυτόσημα με τα αντίστοιχα διοικητικά. Το υπόλοιπο κομμάτι της επαρχίας Δρυϊνουπόλεως, με άλλαλόγια ο αρχικός πυρήνας της επισκοπής, είχε ως κέντρο του την περιφέρεια του καζά Αργυροκά στρου, τα όρια του όμως ήταν προς κάθε σχεδόν κατεύθυνση ευρύτερα. Στα βόρεια, τα σύνορα του έφταναν μέχρι τα χωριά Στέπεζι και Χόρμοβο461 της Ρίζας του Τεπε λενίου και αγκάλιαζαν ολόκληρη την περιφέρεια της Ζαγοριάς, περικλείοντας έτσι το μεγαλύτερο τμήμα των χριστιανικών περιοχών του καζά του Τεπελενίου. Επί σης, στη μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως υπαγόταν και το μεγαλύτερο τμήμα του καζά του Πωγωνιού, τα χωριά του οποίου σχημάτιζαν το τμήμα της Παλιάς Πωγωνια νής, ομώνυμο με το αντίστοιχο τμήμα της επαρχίας Βελλάς και Κονίτσης462. Τα υπόλοιπα τμήματα της περιφέρειας Δρυϊνουπόλεως, δηλαδή η καθαυτό Δρυϊνού πολη ή Δρόπολη, η Λιντζουριά, η Ρίζα και η Ζαγόρια, έπαιρναν τα ονόματα τους από τους αντίστοιχους ναχιγιέδες του Αργυροκάστρου και του Τεπελενίου. Με τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων (1913) τα εδάφη της επαρχίας διασπάστηκαν στο μικρό τμήμα που απέμεινε στην Ελλάδα, με την προσθήκη όλων των εδαφών της επαρχίας Πωγωνιού που υπάγονταν μέχρι τότε στη μητρόπολη Βελλάς, καθώς και αρκετών χωριών των Κουρέντων, δόθηκε το 1924 ο πομπώδης τίτλος της μητρόπολης Δρυϊνουπόλεως και Πωγωνιανής, αν και καμιά απ' αυτές τις δύο περιοχές δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη του. Αργότερα (1936) η περιφέρεια του συγχωνεύθηκε με τη μητρόπολη Βελλάς

Berat

Αν και πιο εκτεταμένη από κάθε άλλη εκκλησιαστική διαίρεση της Ηπείρου, η μητρόπολη «Βελεγράδων, Κανίνης και Σπαθιάς», όπως ήταν η πλήρης ονομασία της, επόπτευε ένα σχετικά περιορισμένο χριστιανικό ποίμνιο, αφού οι Μουσουλ μάνοι αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού σε μεγάλα τμήματα της δικαιοδοσίας της. Η οριοθεσία της ήταν απλή: Τα νότια και ανατολικά της σύνορα συνέπιπταν θεωρητικά με εκείνα του σαντζακιού του Μπερατιού, όπως διαμορφώθηκε μετά τη μεταρρύθμιση του 1867, περιέκλειαν δηλαδή τους καζάδεςτου Μπερατιού (μαζί με τον κατοπινό καζά της Λιούσνιας), της Αυλώνας, του Σκραπαριού και της Τομορίτσας. Αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα του το όριο αυτό δεν είχε καμία πρακτική υπόσταση, γιατί οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στις ενδιάμε σες ορεινές περιοχές του Κουρβελεσιού, της Τοσκαριάς, της Μαλακάστρας και του Σκραπαριού είχαν προ πολλού στο σύνολο τους εξισλαμιστεί· και το μοναδικό χρι στιανικό χωριό που επιζούσε απομονωμένο στο νότιο άκρο του καζά του Σκραπα ριού, η Οντρίτσανη, υπαγόταν κατά τον 19ο αιώνα στη γειτονική αρχιερατική επι τροπεία της Πρεμετής463. Βόρεια και βορειοανατολικά, τα σύνορα της επαρχίας προχωρούσαν πέρα από τα διοικητικά όρια του πασαλικιού των Ιωαννίνων: περιέκλειαν πρώτα τη σημερι νή επαρχία του Γκράμσι, αντίστοιχη στους δύο παλιούς καζάδες Βέρτσας και Σου λιόβας, όπου επιβίωναν ακόμα μικροί χριστιανικοί κτηνοτροφικοί πληθυσμοί στις στάνες των χωριών Σουλιόβα, Γκορίτσα και Γκραμπόβα464· και ακόμη βορειότερα, όσα εδάφη των καζάδων του Ελμπασάν και της Πεκίνης βρίσκονταν νότια του ποταμού Σκούμπη. Ο ποταμός αυτός αποτελούσε μέχρι το 1899 το σύνορο μεταξύ των δύο μητροπόλεων Βελεγράδων και Δυρραχίου· κοντά στις εκβολές του ωστό σο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το εκκλησιαστικό σύνορο παρουσίαζε μια μικρή από κλιση προς τα βόρεια, ακολουθώντας την παλιότερη κοίτη του ποταμού, και περι κλείοντας με τον τρόπο αυτό τρία χωριά του καζά της Καβάγιας. Το μικροσκοπικό μέγεθος των περισσότερων χριστιανικών κοινοτήτων, ιδίως των περιοχών Αυλώνας και Μουζακιάς, είχε ως αποτέλεσμα τη συγχώνευση τους σε έναν περιορισμένο αριθμό ενοριών, που περιείχαν κάποτε μέχρι και δέκα χωριά η καθεμία· σε πολλές από τις εκκλησιαστικές στατιστικές της ύστερης Τουρκοκρα τίας η κυρίαρχη μονάδα δεν είναι το χωριό, αλλά η ενορία. Πέντε από τις ενορίες βρίσκονταν στην έδρα της επαρχίας, την πόλη του Μπερατιού. Οι υπόλοιπες κατα τάσσονταν σε έξι κύρια τμήματα: Αυλώνας, αντίστοιχο με τον ομώνυμο καζά· Να χαγιές και Τοπαλτία465, δηλαδή ο κεντρικός ναχιγιές του Μπερατιού· Μικρής Μοζακιάς και Μαλακάστρας, αντίστοιχο με τους δύο ομώνυμους ναχιγιέδες (οι ελάχι στες χριστιανικές κοινότητες της Μαλακάστρας, εγκατεστημένες κατά πλειοψηφία στις δυτικές παρυφές της, υπάγονταν όλες σε ενορίες της Μικρής Μουζακιάς)· Μεγάλης Μουζακιάς και Καρατοπράκ, αντίστοιχο και πάλι με τους ομώνυμους να χιγιέδες βόρεια του ποταμού Σεμένη· Ανω και Κάτω Σπαθιάς, όπου υπάγονταν τα περισσότερα χωριά του καζά του Ελμπασάν. Τα ελάχιστα χριστιανικά χωριά των καζάδων Καβάγιας και Πεκίνης (Σέκι Τώντου Κιόρε, Ρέθι Ντούμο, Σέζι, Πεκίστι, Τσέραγα, Ράσα, Νταούλασι, Ντραγότι) υπάγονταν σε ενορίες της Μεγάλης Μου ζακιάς, ενώ οι κοινότητες της Βέρτσας, της Σουλιόβας και η μικρή ενορία του Μό λασι στον καζά του Ελμπασάν, η οποία βρισκόταν στα νότια του Δεβόλη ποταμού και αποτελούσε γεωγραφικά προέκταση της Σουλιόβας, εντάσσονται από άλλες πη γές στη Σπαθία και από άλλες στο τμήμα του Ναχαγιέ. Για τις λεπτομέρειες των ορίων μεταξύ των τμημάτων, όπως και για τον αριθμό και τη δικαιοδοσία των δια φόρων ενοριών, υπάρχει σ' όλες τις πηγές μια γενικότερη ρευστότητα. Τέλος, ας ση μειωθεί ότι με απόφαση του Πατριαρχείου, τον Ιούνιο του 1899, ολόκληρο το τμήμα της Σπαθίας περιήλθε στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Δυρραχίου466· η ρύθμιση αυτή φαίνεται ότι συμπαρέσυρε και όλους τους υπόλοιπους μικροσυνοικισμούς του Ελμπασάν, του Γκράμσι, της Πεκίνης και της Καβάγιας που βρίσκονταν μέχρι τότε διεσπαρμένοι στα διάφορα τμήματα της επαρχίας Βελεγράδων, γιατί κανείς τους δεν αναφέρεται στις εκκλησιαστικές στατιστικές της δεκαετίας του 1900. Στη μητρόπολη των Βελεγράδων απέμεινε μονάχα η Γκραμπόβα, που η χριστιανική της συνοικία είχε υπαχθεί στον καζά της Γκουσνίτσκας (σημ. 427). Έτσι, τα βόρεια όρια της επαρχίας ήρθαν και αυτά να συμπέσουν με τα διοικητικά σύνορα του σαντζα κιού του Μπερατιού

Radovizi

Από τις λίγες πληροφορίες που διαθέτουμε για τα όρια της επισκοπής του Ραδοβιζιού, πριν από την κατάργηση και την ενσωμάτωση της στη μητρόπολη της Λάρι σας, γίνεται φανερό ότι αυτά δεν συνέπιπταν με τα όρια του ομώνυμου ναχιγιέ του καζά της Αρτας. Ενώ τα Ζυγοχώρια, όπως είπαμε, ανήκαν στη μητρόπολη της Αρτας, ο επίσκοπος Ραδοβιζιού σε αντιστάθμισμα κατείχε τα δυτικότερα χωριά του καζά των Αγράφων, δηλαδή το τμήμα εκείνο της αριστερής όχθης του Αχελώου που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Λιάσκοβο/Πετρωτό και Ραφτόπουλο467. Η ζώνη αυτή, όπως έχει προαναφερθεί, προσαρτήθηκε για ένα διάστημα και διοικητικά, μεταξύ 1867-1876, στον καζά Ραδοβιζιού και Πετρίλου. Ήδη όμως, από το 1830, η επισκοπή του Ραδοβιζιού είχε καταργηθεί, και τα ηπειρωτικά της εδάφη προσαρτή θηκαν στη μητρόπολη της Λάρισας· το ανατολικά του Αχελώου τμήμα της, μετά το διαμελισμό του καζά των Αγράφων από τη χάραξη των ελληνοτουρκικών συνόρων, φαίνεται ότι πέρασε μαζί με όλα τα υπολείμματα του τελευταίου στη δικαιοδοσία της μητροπόλεως Φαναριοφαρσάλων.

Premeti

Μία αρκετά εκτεταμένη εκκλησιαστική περιφέρεια με κέντρο την πόλη της Πρεμε τής υπαγόταν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στη μητρόπολη της Κορυτσάς, παρ' όλο που δεν είχε καμία συνοχή με τα υπόλοιπα εδάφη της τελευταίας· την επόπτευε ιδιαίτερος αρχιερατικός επίτροπος με μόνιμη έδρα την Πρεμετή, η οποία, τυπικά, αποτελούσε και τη δεύτερη έδρα του μητροπολίτη Κορυτσάς468. Αρχικά, στο «τμή μα» της Πρεμετής υπάγονταν τα ακόλουθα εδάφη: α. Από τον καζά της Πρεμετής η Ρίζα, η Τσερία, η Δεσνίτσα και τα δυτικότερα χωριά της Σκερίας και της Δαγκλής, όσα δεν υπάγονταν στην αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής ή στη μητρόπολη της Καστο ριάς, β. από τον καζά του Σκραπαριού το μοναδικό του χριστιανικό χωριό, η Οντρί τσανη, και γ. από τον καζά του Τεπελενίου, όσα εδάφη βρίσκονταν στα βόρεια της γραμμής που όριζε τις κτήσεις της μητρόπολης Δρυϊνουπόλεως -μια περιοχή που αντιστοιχούσε τυπικά στα τρία τέταρτα του καζά, αλλά στην ουσία περιλάμβανε μονάχα τέσσερις χριστιανικές κοινότητες, δηλαδή το ίδιο το Τεπελένι και τα χωριά της Ρίζας Λέκλη, Κόντρα και Πέστανη469. Μεταξύ 1828 και 1834 τα όρια της επι τροπείας ήταν ευρύτερα, αφού είχε προστεθεί σ' αυτήν και η περιφέρεια της αρχιε πισκοπής Πωγωνιανής, που είχε τότε συγχωνευθεί με τη μητρόπολη Κορυτσάς. Τέλος, με την οριστική διάλυση της αρχιεπισκοπής Πωγωνιανής (1863), οπότε τα νοτιοανατολικά όρια της επιτροπείας εξισώθηκαν μ' εκείνα του καζά της Πρεμετής, περιήλθαν στη δικαιοδοσία της 10 ακόμη χωριά της Ρίζας και της Σκερίας, από τα οποία τα περισσότερα πέρασαν κατά το 1882 στον καζά του Λεσκοβικιού.

Castoriá

Ολόκληρος σχεδόν ο ναχιγιές της Δαγκλής και τα βορειότερα τμήματα του ναχιγιέ της Σκερίας υπάγονταν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη της Καστοριάς, όπου ανήκε επίσης και η ενδιάμεση περιφέρεια του καζά της Κολωνίας. Η διαχωριστική γραμ μή ανάμεσα στην περιφέρεια της επιτροπείας Πρεμετής και στη μητρόπολη της Καστοριάς ξεκινούσε ανατολικά του χωριού Κοσόβα και προχωρούσε σχεδόν παράλληλα με την κοίτη της Βογιούσας, από την οποία απείχε σε ευθεία γραμμή γύρω στα πέντε χιλιόμετρα470. Με τον τρόπο αυτό, χωριά που βρίσκονταν σε από σταση δύο μόλις ωρών από την Πρεμετή απείχαν από την έδρα του μητροπολίτη τους τουλάχιστον δύο ημέρες πορεία. «Πόσον παράλογος η εκκλησιαστική αύτη διαίρεσις», σημειώνει ο Ι. Λαμπρίδης· αλλά όλες οι προσπάθειες που έγιναν για να την αλλάξουν δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, για λόγους που σχετίζονται ίσως με την ιδιάζουσα σημασία της μητροπόλεως Καστοριάς κατά την περίοδο της έξαρσης του Μακεδόνικου αγώνα471. Στα εδάφη της μητρόπολης της Καστοριάς ανήκε αρχικά και η βορειοδυτική γωνία του καζά της Κόνιτσας, όπου η μόνη χριστιανική κοινότητα ήταν εκείνη του χωριού Πόδα ή Μπότα· μετά το 1882 το χωριό αυτό, μαζί με αρκετά ακόμη χωριά της μητρόπολης Καστοριάς που ανήκαν έως τότε στην Πρεμετή, προσαρτήθηκε στον καζά του Λεσκοβικιού. Συνολικά, μέχρι το 1876 μνημονεύονται στο εσωτερι κό του πασαλικιού των Ιωαννίνων 35 περίπου χωριά υποκείμενα εκκλησιαστικά στο μητροπολίτη της Καστοριάς, από τα οποία δέκα περίπου, εξαιτίας της συνο ριακής μεταβολής ανάμεσα στους καζάδες Πρεμετής και Κολωνίας, πέρασαν την προαναφερόμενη χρονιά στο βιλαέτι του Μοναστηριού472. Ένα από τα χωριά της Σκερίας, τη Δελβίνα, η μητρόπολη της Καστοριάς το μοιραζόταν με τον αρχιερατι κό επίτροπο της Πρεμετής47

Metzovo

Η εξαρχία Μετσόβου περιλάμβανε όλα τα χωριά του ομώνυμου καζά με την προ σθήκη του χωριού Ντερβεντίστα/Ανθοχώρι. Όπως και ο καζάς, έτσι και η εξαρχία του Μετσόβου σχεδόν διχοτομήθηκε με τη χάραξη των νέων ελληνοτουρκικών συνόρων το 1881474. Η εξαρχία Πογδοριανής ή Σωσίνου περιλάμβανε το ομώνυμο σταυροπηγιακό μοναστήρι και τα χωριά Πογδόριανη και Μαυρονόρος (το τελευταίο ιδρύθηκε μό λις το 1873), που βρίσκονταν στο εσωτερικό της επαρχίας Βελλάς και Κονίτσης. Έ ξαρχός της διοριζόταν συνήθως ο ηγούμενος της μονής Σωσίνου475. Η εξαρχία Γηρομερίου περιλάμβανε την πόλη των Φιλιατών και 11 ή 12 χωριά του ομώνυμου καζά, χτισμένα στις λοφοσειρές που εκτείνονταν στα βόρεια της πόλης. Σε παλιότερες εποχές υπάγονταν ασφαλώς σε αυτήν και τα πεδινά χωριά ανάμεσα στους Φιλιάτες και στα ιονικά παράλια, αλλά τον 19ο αιώνα όλα αυτά, με εξαίρεση τη Σκουπίτσα, είχαν εντελώς εξισλαμιστεί476. Οι κτήσεις της εξαρχίας περιβάλλονταν ολοκληρωτικά από τα εδάφη της επισκοπής Παραμυθιάς.