Amòrgos

Μετά τήν κατάλυση της φραγκικής κυριαρχίας —στή διάρκεια της τέ ταρτης δεκαετίας του 16ου αιώνα— και τήν επικράτηση τών 'Οθωμανών στα νησιά του Αιγαίου πελάγους, το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ανέλαβε τήν εκκλησιαστική τους διοίκηση και τήν πνευματική επιστασία του χριστιανικού πληθυσμού τους1. Τα περισσότερα, τα μικρά ιδίως νησιά χαρακτηρίστηκαν πατριαρχικές έξαρχίες και πέρασαν στή δικαιοδοσία του ΐδιου τοΰ πατριάρχη, ένώ κάποια άλλα εντάχθηκαν σε ήδη υπάρχου σες εκκλησιαστικές επαρχίες. Ή 'Αμοργός φαίνεται δτι παρέμεινε άπό τήν αρχή στή δικαιοδοσία τοΰ πατριάρχη, άλλα τήν πρώτη ρητή μνεία προσώπου στο όποιο εκχω ρείται ή 'Αμοργός ως εξαρχία τήν εντοπίζουμε στα τέλη τοΰ 16ου αιώνα. Ό Ματθαίος Β', στή διάρκεια της δεύτερης πατριαρχίας του (1598-1601), τήν εκχώρησε στον πρωτοκανοναρχο της Μ. 'Εκκλησίας Μιχαήλ μαζί με άλλα δύο «πατριαρχικά νησία» τοΰ Αιγαίου, τήν Κάλυμνο και τή Σέριφο2. Το έξαρχικό έ'νταλμα πού εξέδωσε ό Ματθαίος λανθάνει* σώζονται όμως οι σχετικές πληροφορίες άπό ενα άλλο γράμμα, τοΰ διαδόχου του στον οι κουμενικό θρόνο Νεοφύτου Β', καθώς ό Μιχαήλ φρόντισε να επικυρώσει τα δικαιώματα του3. "Οταν λοιπόν ό Νεόφυτος Β' έγινε πατριάρχης, ό Μιχαήλ προσκόμισε το «εύεργετικον γράμμα» του Ματθαίου, το όποιο ό νέος πατριάρχης «έθεάσατο» και βάσει αύτοϋ επιβεβαίωσε τα δικαιώματα του έκδοχέα της πατριαρχικής εξαρχίας: να κατέχει εφ' δρου ζωής τα τρία νησιά, να εισπράττει δλα τα εκκλησιαστικά εισοδήματα κτλ. Πόσο διάρκεσε ή ζωή του Μιχαήλ δεν το γνωρίζουμε, καθώς οι πλη ροφορίες μας γι' αυτόν σταματούν εδώ" εκείνο πάντως πού μπορούμε να γνωρίζουμε είναι δτι τον Δεκέμβριο του 1613 ή 'Αμοργός εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται πατριαρχική εξαρχία: ό πατριάρχης Τιμόθεος Β' στο σι γίλλιο πού εκδίδει υπέρ της μονής Χοζοβιώτισσας μνημονεύει δτι το μο ναστήρι βρίσκεται «εκ τη πατριαρχική εξαρχία τής νήσου Άμοργοΰ»1, χωρίς δμως να αναφέρεται και όνομα έξάρχου. Κάτω άπο το 'ίδιο καθεστώς μνημονεύεται ή 'Αμοργός και το 1621. Τή φορά αυτή γνωρίζουμε καΐ το όνομα του νέου έξάρχου* πρόκειται για τον Λεόντιο, ηγούμενο τής μονής Χοζοβιώτισσας, στον όποιο φαίνεται δτι εκχωρήθηκε ή πατριαρχική εξαρχία τής 'Αμοργού και μαζί εκείνη τής 'Αστυπάλαιας2. Ή πληροφο ρία αυτή εξάγεται άπο τήν υπογραφή του Αεοντίου πού σώζεται σε φύλλο του βρέβιου τής μονής: «"{"Λεόντιος ιερομόναχος και Ιξαρχος 'Αμοργού και 'Αστυπάλαιας»3. Τον Αύγουστο του 1634 στο βρέβιο τής μονής Χο ζοβιώτισσας καταχωρίστηκε μια πράξη στην οποία υπογράφει ως μάρ τυρας ό «Ί*Κυριάκος ιερεύς εικονογράφος και εξαρχος πατριαρχικός»4. Ή διατύπωση δμως του τίτλου δέν είναι αρκετά σαφής, ώστε να μας οδηγεί με βεβαιότητα σε έναν εξαρχο 'Αμοργού5. Δεδομένου μάλιστα δτι ό Λεόντιος ζοΰσε ακόμη1, Ι'σως να πρόκειται για πρόσωπο επιφορτισμένο μόνο με κάποια ειδική αποστολή. Το έξαρχικό καθεστώς ωστόσο της 'Αμοργού θα λήξει, και μαζί των περισσότερων νησιών του Αιγαίου πελάγους, τον Αύγουστο του 1646, δταν επί Παρθενίου Β' ιδρύεται ή αρχιεπισκοπή Σίφνου, στην οποία θα ενσωματωθούν τα πατριαρχικά νησιά 'Αμοργός, 'Ανάφη, 'Αστυπάλαια, 'Ηράκλεια, "Ιος, Μύκονος, Σέριφος, Σίκινος, Σίφνος και Φολέγανδρος2.

Nanfio

Οι πληροφορίες πού σώζονται στίς πηγές για το εκκλησιαστικό καθεστώς της 'Ανάφης είναι ελάχιστες· βέβαιο, πάντως, είναι πώς είχε χαρακτηρι στεί «πατριαρχικον νησίον» καί, κατά συνέπεια, είχε υπαχθεί στή δι καιοδοσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Το χαρακτηρισμό αύτο τον παραδίδει ό συνοδικός τόμος πού εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1646 προκειμένου να 'ιδρυθεί ή αρχιεπισκοπή Σίφνου. Στο επίσημο αύτο κεί μενο αναφέρεται δτι στή νεοϊδρυόμενη αρχιεπισκοπή εντάσσονται τα «πα τριαρχικά νησία... Ανάφη...»3. Ή πληροφορία αυτή, συνδυαζόμενη με το γεγονός δτι δεν μαρτυρεΐται να αποτέλεσε ποτέ τμήμα κάποιας επισκο πής ή 'Ανάφη, μας οδηγεί στη βάσιμη εικασία δτι και αυτή αποτέλεσε πατριαρχική εξαρχία μετά τήν κατάλυση τής φραγκικής κυριαρχίας στο Αιγαίο καί τήν υπαγωγή των νησιών στην εκκλησιαστική διοίκηση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Στο διάστημα τοϋ ενός περίπου αιώνα πού διάρκεσε το καθεστώς τής πατριαρχικής εξαρχίας κανένα όνομα έξάρχου 'Ανάφης δεν είναι γνωστό.

Stampalia

Σε συνοδικό έγγραφο πού εκδόθηκε επί Θεόληπτου Β' τον Μάρτιο του 1585 ή 'Αστυπάλαια αποκαλείται «πατριαρχικον νησίδιον»· στο 'ίδιο κεί μενο ώς νόμιμος εξαρχος αναγνωρίζεται ό πρωταποστολάριος του πα τριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Κωνσταντίνος. Δέν είναι δμως αυτή ή αρχαιότερη αναφορά στο έξαρχικο καθεστώς της 'Αστυπάλαιας. Στο συ νοδικό γράμμα αναφέρεται ακόμα δτι ό 'Ιερεμίας Β' ήταν εκείνος πού πρώτος ευεργέτησε τον Κωνσταντίνο με τήν πατριαρχική νήσο Σάμο, «προσθεΐς... ταύτη» και τα «πατριαρχικά νησίδια, τήν Ίκαρίαν, Άστυ παλίαν και τα Ψηρά»2. Το έγγραφο του 'Ιερεμία λανθάνει* καθώς δμως ό Θεόληπτος έγινε πατριάρχης το 1585, ή εκχώρηση άπο τον 'Ιερεμία πρέ πει να έ'γινε ε'ίτε στή διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του (1572-1579) εϊτε στή διάρκεια της δεύτερης (1580-1584). Κατά συνέπεια, ή αρχαιό τερη μνεία για το έξαρχικο καθεστώς της 'Αστυπάλαιας ανάγεται στο διάστημα 1572-15843. "Εκτοτε, και για διάστημα είκοσι περίπου χρόνων, ή 'Αστυπάλαια θα έχει κοινή τύχη με τα άλλα τρία νησιά —τή Σάμο, τήν 'Ικαρία και τα Ψαρά: χάνει το έξαρχικο της καθεστώς στή διάρκεια της παράνομης πα τριαρχίας του Παχωμίου Β' και ίσως εντάσσεται στην επισκοπή Αέρνης4,

Agiostrati

Ή αρχαιότερη πληροφορία για το οτι το νησί αυτό τοΰ Β. Αιγαίου απο τέλεσε πατριαρχική εξαρχία προέρχεται άπο τον 17ο αιώνα: σε σιγιλλιώ δες γράμμα πού εξέδωσε τον Μάιο του 1667 ό Παρθένιος Δ' προκειμέ νου να αποδοθεί ή σταυροπηγιακή αξία σε ενα μονύδριο τοΰ νησιοΰ1, ό "Α γιος Ευστράτιος χαρακτηρίζεται «πατριαρχική... νήσος». Στο Ί'διο κεί μενο αναφέρεται ακόμα οτι το νέο σταυροπήγιο δέν πρέπει να το ενοχλεί «ό εξαρχος της νήσου ταύτης», ενώ στο κείμενο πού είχε καταχωριστεί στον ίερο κώδικα τοΰ πατριαρχείου είχε σημειωθεί οτι το μονύδριο βρι σκόταν στην «πατριαρχικήν έξαρχίαν τοΰ 'Αγίου Ευστρατίου»2. Ή απουσία άλλων σαφών πληροφοριών για τήν πατριαρχική αυτή εξαρχία δέν επιτρέπει να διαγράψουμε με ακρίβεια τα χρονικά όρια τοΰ έξαρχικοΰ της καθεστώτος. Για τήν εναρξή του, terminus post quem πρέπει να θεωρηθεί το 1540, δταν το νησί άρχισε να κατοικείται πάλι, μετά τήν ερήμωση πού προκάλεσε ή οθωμανική κατάκτηση3. Για τή λή ξη του, δριο πρέπει να είναι ή έ'νταξη τοΰ νησιοΰ στή μητρόπολη Λήμνου πότε όμως ακριβώς έ'γινε ή έ'νωση αυτή δέν παραδίδεται άπο επίσημο κείμενο. Μια έ'νδειξη ωστόσο μπορεί να μας οδηγήσει στην περίοδο πριν άπο τον Φεβρουάριο τοΰ 1814- ένώ σε δλα τα σωζόμενα υπομνήματα ε κλογής μητροπολιτών Λήμνου δέν αναφέρεται ό "Αγιος Ευστράτιος, στο υπόμνημα τοΰ Φεβρουαρίου τοΰ 1814, με το όποιο εκλεγόταν αρχιερέας ό Μακάριος, διαβάζουμε: «της άγιωτάτης μητροπόλεως Λήμνου και 'Α γίου Ευστρατίου απροστάτευτου διαμεινάσης...». Είναι πιθανό ή ένωση της πατριαρχικής εξαρχίας με τή μητρόπολη Λήμνου να αποφασίστηκε τότε, ή λίγο πρίν, γεγονός πού κρίθηκε σκόπιμο να αναφερθεί καί στο υπό μνημα πού καταστρώθηκε στον ιερό κώδικα4. Πάντως, μεταξύ της σαφούς πληροφορίας του 1667 και της πιθανο λογούμενης τοΰ 1814 έχουμε το σημείωμα πού κατέγραψε το 1729 ό Κο μνηνος-Ύψηλάντης σε τετράδιο του, σημείωμα στο όποιο καταγράφον ται οι πατριαρχικές έξαρχίες πού εκχωρούνταν στους όφφικιαλίους τοΰ πατριαρχείου1. Σύμφωνα με το σημείωμα αυτό, ή πατριαρχική εξαρχία τοΰ 'Αγίου Ευστρατίου εκχωρούνταν στο λογοθέτη τοΰ πατριαρχείου. Κα θώς δμως δεν γνωρίζουμε κανένα όνομα έξάρχου τοΰ 'Αγίου Ευστρατίου καί καθώς είναι άγνωστο ποια ακριβώς ιστορική στιγμή αποδίδει το ση μείωμα τοΰ Κομνηνοΰ-Ύψηλάντη, ή πληροφορία του δεν είναι δυνατό να αξιοποιηθεί.

Debar

'Ανατολικά της λίμνης Βουθρωτοΰ και σε μικρή απόσταση άπο τους ση μερινούς "Αγιους Σαράντα βρίσκεται το χωριό Δίβρη πού, μαζί με το κοντινό Μεσοπόταμον και τα άδηλα χωριά πού βρίσκονταν μεταξύ τους, ήταν τον 17ο αιώνα υπό τήν πατριαρχική δικαιοδοσία. Ή πρωιμότερη πηγή πού αναφέρει τήν ύπαρξη έξαρχικοΰ καθεστώ τος στή Δίβρη και το Μεσοπόταμο είναι ενα σιγίλλιο πού εκδόθηκε το 1664 άπο τον Διονύσιο Γ'1. Σύμφωνα με το κείμενο του σιγιλλίου, τα χω ριά αυτά ήταν πατριαρχικά" το έξαρχικό τους δμως καθεστώς καταργή θηκε επί των ήμερων του προηγούμενου επισκόπου Χιμάρας, δταν υστέ ρα άπο ενέργειες του τα χωριά εντάχθηκαν στην επαρχία του ως ενοριακά. Τώρα, το 1664, ό διάδοχος του φροντίζει να εξασφαλίσει τή δικαιοδοσία του στα χωριά με τήν έκδοση νέου σιγιλλίου, δεδομένου δτι το παλαιό γράμμα της ενώσεως χάθηκε. Ό επίσκοπος για χάρη του οποίου εκδί δεται το έπιβεβαιωτήριο σιγίλλιο είναι ό Σεραφείμ, ενώ ό προκάτοχος του, επί τών ήμερων του όποιου εντάχθηκαν τα πατριαρχικά χωριά στην επαρχία του, πρέπει να ήταν ό Νικηφόρος, πού μαρτυρεΐται ως επίσκο πος Χιμάρας το 16502. Ή χρονολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί ένα πρώ το δριο για τή λήξη του έξαρχικοΰ καθεστώτος στά χωριά αυτά της Β. 'Ηπείρου. Το όριο αυτό ωστόσο μπορεί να μετατεθεί αρκετά χρόνια πριν, αν συνδυάσουμε κάποιες πληροφορίες πού περιέχονται στο κείμενο του 1664 με ενα άλλο κείμενο, του 1636, σύμφωνα με το όποιο ό μητροπολίτης 'Ι ωαννίνων Παρθένιος οριζόταν εξαρχος τών πατριαρχικών δικαίων της περιοχής3. Το 'ίδιο αυτό πρόσωπο στο κείμενο του 1664 φέρεται να μήν εισέπραξε ποτέ το εισόδημα άπο τα πατριαρχικά χωριά της Δίβρης καί του Μεσοπόταμου, διότι έγνώριζε δτι αυτά είχαν ενωθεί με την επισκοπή Χιμάρας. Μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε δτι στα χωριά αυτά το έξαρ χικο καθεστώς είχε λήξει πριν άπο το 16361. "Οσον άφορα την έναρξη του έξαρχικοΰ τους καθεστώτος, δεν έχουμε στοιχεία πού να επιτρέπουν να την προσδιορίσουμε.

Iraclitza

Το μικρό αυτό νησί, μεταξύ της Άμοργοΰ και της Νάξου, αριθμείται ανάμεσα στα «πατριαρχικά νησία» πού εντάχθηκαν το 1646 στην αρχιε πισκοπή Σίφνου1. Έκτος άπο τήν πληροφορία αυτή, δεν γνωρίζουμε τί ποτε άλλο για το προηγούμενο έξαρχικο καθεστώς της 'Ηράκλειας.

Tassos

Για τήν πατριαρχική εξαρχία της Θάσου λιγοστές καί έμμεσες είναι οι πληροφορίες καί προέρχονται άπο τον 17ο αιώνα2. Σώζονται στον συνο δικό τόμο πού εκδόθηκε επί πατριαρχίας τοϋ Ίωαννικίου Β' το 1646 για να μετατρέψει τήν επίσης πατριαρχική εξαρχία της Μαρώνειας σε μητρό πολη- ακόμα, κάποιες πληροφορίες περιέχονται στο υπόμνημα εκλογής τοϋ νεοεκλεγμένου μητροπολίτη Μαρώνειας3. Τα δύο αυτά κείμενα ανα φέρουν ότι ή σύνοδος αποφάσισε να ενισχυθεί ή νέα μητρόπολη με τήν ένταξη στην επαρχία των δύο «πατριαρχικών νησιών» της Θάσου καί της Σαμοθράκης. Κατά συνέπεια, το έξαρχικο καθεστώς της Θάσου έλη ξε το 1646, χωρίς δμως οι πηγές να μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς, μετά τήν οθωμανική κατάκτηση, ονομάστηκε ή Θάσος πα τριαρχική εξαρχία. Ή μετάπτωση της πάντως άπο το ενα καθεστώς στο άλλο δέν έγινε χωρίς αντίδραση. Ό ως τότε εξαρχός της, ό πρωτέκδικος τοΰ πατριαρ χείου Σοφιανός, άρχισε έναν αγώνα διεκδικώντας τα εισοδήματα πού στε ρήθηκε μέ τή μετατροπή της Θάσου σέ ενορία της μητροπόλεως Μαρώ νειας4. "Υστερα άπο πέντε χρόνια, το 1651, κατόρθωσε να κερδίσει μιαν αντιπαροχή: «αντί της πρότερον αύτοΰ εξαρχίας Θάσου», του παραχω ρήθηκαν τα εισοδήματα από τη σταυροπηγιακή μονή του Φωτοδότου Χρίστου στη Νάξο1.

Nicaria

Το 1521 καταλύθηκε στην 'Ικαρία ή φραγκική κυριαρχία και το νησί εν τάχθηκε στην επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Για τους χρι στιανούς κατοίκους του νησιού τα γεγονότα αυτά σήμαιναν και τήν υπα γωγή τους στην εκκλησιαστική διοίκηση του πατριαρχείου Κωνσταντι νουπόλεως. 'Ωστόσο συγκεκριμένες ειδήσεις για τή μορφή πού πήρε ή εκ κλησιαστική αυτή διοίκηση στην 'Ικαρία δεν συναντούμε παρά εξήντα χρό νια αργότερα2. Συγκεκριμένα: ή πρώτη έγγραφη σωζόμενη πηγή πού χαρακτηρίζει τήν 'Ικαρία «πατριαρχικον νησίδιον» ανατρέχει στον Μάρτιο του 15853. Δεδομένου δμως δτι ή πηγή αυτή αποτελεί επιβεβαίωση παλαιότερης πράξης με ανάλογο περιεχόμενο, μπορούμε με βεβαιότητα να μεταθέσου με το δριο του 1585 λίγο νωρίτερα και να θεωρήσουμε δτι, τουλάχιστον άπο το διάστημα 1572-1584, ή 'Ικαρία χαρακτηρίζεται «πατριαρχικον νη σίδιον»4. Άπο τήν Ι'δια πηγή γνωρίζουμε δτι είχε εκχωρηθεί ως πατριαρ χική εξαρχία, μαζί με τα επίσης «πατριαρχικά νησία» Σάμο, Άστυπάλαια και Ψαρά, στον πρωταποστολάριο της Μ. 'Εκκλησίας Κωνσταντίνο" δτι στη διάρκεια της παράνομης πατριαρχίας του Παχωμίου Β' (τέλη Φε βρουαρίου 1584-μέσα Φεβρουαρίου 1585) ή Σάμος μετατράπηκε σέ αρ χιεπισκοπή στην οποία εντάχθηκε, φαίνεται, καί ή 'Ικαρία' ενώ τον Μάρ τιο του 1585 δλα τα νησιά αποδόθηκαν και πάλι ως εξαρχία στον πρωτα ποστολάριο Κωνσταντίνο1. Το εξαρχικο καθεστώς ωστόσο της 'Ικαρίας δεν θα διαρκέσει πολύ: όταν ή Σάμος μετατράπηκε, σέ λίγα χρόνια, σέ αρχιεπισκοπή2, ή 'Ικαρία εντάχθηκε στή δικαιοδοσία του αρχιερέα της καί έκτοτε δεν μνημονεύεται ξανά ώς εξαρχία3.

Nio

Ή "Ιος συγκαταλέγεται μεταξύ των «πατριαρχικών νησιών)) πού συνε νώθηκαν τον Αύγουστο τοΰ 1646 για να απαρτίσουν τη νέα αρχιεπισκοπή Σίφνου1. Καμιά άλλη πληροφορία δέν σώζεται για τήν εξαρχία αυτή, οΰτε γνωρίζουμε αν είχε παραχωρηθεί, μόνη ή μαζί με άλλες,.σε κάποιο πρό σωπο. Το έξαρχικό της καθεστώς δηλώνεται πάντως με τον δρο «πατριαρ χικον νησίον», με τον όποιο χαρακτηρίζεται ή "Ιος στο επίσημο κείμενο τοΰ 1646. Φαίνεται πώς και αυτή, δπως και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων, δταν κατακτήθηκαν τον 16ο αιώνα από τους 'Οθωμανούς και πέρασαν στην αρμοδιότητα τοΰ πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δέν εντάχθηκαν σε κάποια εκκλησιαστική επαρχία άλλα παρέμειναν στή δι καιοδοσία τοΰ πατριάρχη.

Calamata

Τή μοναδική πληροφορία πού σώζουν οί πηγές για τήν εξάρτηση του οι κισμού αυτού τής Μεσσηνίας άπο τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως παραδίδει Ινα πιττάκιο του Συμεών Α', πού εκδόθηκε στή διάρκεια τής τρίτης πατριαρχίας του ('Απρίλιος 1482-φθινόπωρο I486)4. Ό πατριάρχης εκχώρησε τότε τήν Καλαμάτα, μαζί με τη Μικρά Μαΐνη και το Πή δημα, στον ιερομόναχο Ίωάσαφ, αντί του Μεγάλου Ζυγοΰ πού του είχε αρχικά εκχωρηθεί1. Μολονότι στο κείμενο του πιττακίου δεν αναφέρεται ρητά δτι οι τό ποι αυτοί ήταν πατριαρχικές έξαρχίες και βρίσκονταν υπό τήν πατριαρ χική εποπτεία, ή περιγραφή τών καθηκόντων και των δικαιωμάτων πού αναγνωρίζονται στον Ίωάσαφ παραπέμπουν χωρίς αμφιβολία σε καθε στώς εξαρχίας: ό Ίωάσαφ, σύμφωνα με το πιττάκιο, θα καρποΰται «το εξ αυτών έκκλησιαστικον παν εισόδημα», θα διδάσκει τα ψυχωφελή και σωτήρια, θα συμβιβάζει τις διενέξεις και θα καλεί οποίον αρχιερέα θέλει για να τελεστούν τυχόν χειροτονίες. Φαίνεται πάντως πώς το έξαρχικο καθεστώς δεν διάρκεσε πολύ στην Καλαμάτα, άφοΰ στο παλαιότερο «τακτικό» της Τουρκοκρατίας του 16ου αιώνα εμφανίζεται ως επισκοπή υπαγόμενη στή μητρόπολη Μονεμβασίας2 ή υπαγωγή αυτή επιβεβαιώνεται και άπο ενα σιγιλλιώδες γράμμα πού εκδόθηκε επί Κυρίλλου Α' το 1632, σύμφωνα με το όποιο ή Καλαμάτα θεωρούνταν τμήμα της μητροπόλεως Μονεμβασίας3.

Calimno

Ή Κάλυμνος, μετά τήν υπαγωγή τών νησιών του Αιγαίου στους 'Οθωμα νούς, εντάχθηκε ως τμήμα της επισκοπής Λέρνης στή μητρόπολη ΡόδουΩστόσο, στο γύρισμα του αιώνα, δ πατριάρχης Ματθαίος Β', στη διάρ κεια της δεύτερης, κατά πάσα πιθανότητα, πατριαρχίας του (1598-1601), μετέβαλε τήν εκκλησιαστική αυτή τάξη* ονόμασε τήν Κάλυμνο «πατριαρ χικον νησίον», τήν απέσπασε άπα τήν επισκοπή Λέρνης και τήν απέδωσε, μαζί με τα επίσης πατριαρχικά νησιά της 'Αμοργού καί της Σερίφου, στον έξιωματοΰχο του πατριαρχείου, τον πρωτοκανόναρχο της Μ. Εκ κλησίας Μιχαήλ1. Ή μεταβολή αυτή του εκκλησιαστικού καθεστώτος της Καλύμνου δεν έμεινε χωρίς αντίδραση* ό εξαρχος Μιχαήλ έσπευσε, μετά τήν ανάρ ρηση στον οικουμενικό θρόνο του διαδόχου του Ματθαίου Νεοφύτου Β', να εξασφαλίσει μια επιβεβαίωση της εξουσίας του. "Ετσι, τον Φεβρουά ριο του 1602 ό νέος πατριάρχης, άφοΰ «έθεάσατο» το γράμμα του προκα τόχου του, εξέδωσε γράμμα πού δόθηκε στον εξαρχο Μιχαήλ «εις διηνε κή τήν άσφάλειαν»2. Ή εξουσία ωστόσο του Μιχαήλ επί της Καλύμνου καί της 'Αστυπάλαιας δεν διάρκεσε πολύ. Ό μητροπολίτης Ρόδου, δια μαρτυρόμενος για τήν απόσπαση της Καλύμνου άπο τή μητρόπολη του, προσκόμισε «παλαιγενή» γράμματα του 'Ιερεμία Β' καί του Μελετίου Πήγα πού αποδείκνυαν τήν άπο πολλών χρόνων υπαγωγή της στην επι σκοπή Λέρνης3- κατόρθωσε έτσι να εξασφαλίσει, με σιγίλλιο πού εκδό θηκε τον 'Απρίλιο του 1610, τήν εκ νέου ένταξη της Καλύμνου στην επι σκοπή Λέρνης καί τήν κατάλυση έτσι του έξαρχικου της καθεστώτος4.

Scarpanto

Ή μοναδική, δσο γνωρίζω, πληροφορία οτι το νησί αυτό αποτέλεσε πα τριαρχική εξαρχία παραδίδεται στο «σημείωμα» τοΰ Κομνηνοΰ-Ύψηλάν τη πού απομνημόνευσε το 17291. Έκεΐ σημειώνεται: «Του δικαιοφύλα κος. Ή Κάρπαθος...», δηλαδή το νησί αυτό ήταν εξαρχία πού εκχωρούν ταν στον κατέχοντα το όφφίκιο τοΰ δικαιοφύλακα. Είναι γνωστό δτι το νησί υποτάχθηκε στους 'Οθωμανούς το 1522' ωστόσο οι σωζόμενες πηγές για το διάστημα ώς το 1722 παραδίδουν οτι ή Κάρπαθος ήταν έδρα αρχιεπισκόπου2. Τή χρονιά εκείνη ό αρχιερέας της Καρπάθου και Κάσου παραιτήθηκε, ενώ 6 επόμενος αρχιεπίσκοπος μαρ τυρεΐται το 1730. "Αν ή πληροφορία τοΰ Υψηλάντη είναι βάσιμη, ή αλ λαγή στο εκκλησιαστικό καθεστώς της Καρπάθου θα συντελέστηκε μετά το 1722 και ώς το 1730, αλλαγή δμως πού δέν μαρτυρεΐται από άλλες πηγές3.

Castelrosso

Γνωρίζουμε δτι το μικρό αυτό νησί του νοτιοανατολικού Αιγαίου αποτε λούσε πατριαρχική εξαρχία ήδη το 1640. Το έτος εκείνο ό πατριάρχης Παρθένιος Α' εξέδωσε γράμμα με το όποιο προέτρεπε τους χριστιανούς να ενισχύσουν οικονομικά τον παπα-Κυριακο οικονόμο, προκειμένου να χτίσει τον παλαιό ναό του 'Αγίου Γεο^ργίου πού βρισκόταν «εν τη πα τριαρχική νήσω του Καστελοροίζου»1. Οι υπάρχουσες πηγές δεν μας επι τρέπουν να γνωρίζουμε πότε ακριβώς το Καστελόριζο —ή Μεγίστη— ονο μάστηκε πατριαρχική εξαρχία. Δύο κείμενα δμως, του Δεκεμβρίου τοϋ 1646 και του 'Ιανουαρίου τοϋ 1647, μας βεβαιώνουν πώς τότε το έξαρχικο καθεστώς του νησιού καταργήθηκε, καθώς εντάχθηκε στην ανασυγκρο τημένη μητρόπολη Μύρων2. 'Ωστόσο το έξαρχικο καθεστώς επανήλθε στο Καστελόριζο, άφοΰ πρίν άπο το 1768 είχε ήδη εκχωρηθεί ώς πατριαρχική εξαρχία στον μ. σκευο φύλακα, τότε, του πατριαρχείου Κομνηνο-Ύψηλάντη3. Δεδομένου μάλι στα δτι το νησί αναφέρεται ώς εξαρχία και στο «σημείωμα» του 1729, αυτό σημαίνει πώς το Καστελόριζο είχε αποσπαστεί από τή μητρόπολη Μύρων και είχε ξαναγίνει πατριαρχική εξαρχία πρίν άπο το έτος εκείνο. Ώς προς τήν οριστική λήξη του έξαρχικου καθεστώτος του Καστε λόριζου, τήν προαναγγέλλει ενα πατριαρχικό γράμμα του 1778 πού εξέ δωσε ό πατριάρχης Σωφρόνιος Β'. 'Από αυτό πληροφορούμαστε πώς το Καστελόριζο και το Αιβίσι, στην απέναντι στεριά της Μ. 'Ασίας, εντάσ σονταν στή μητρόπολη Πισιδίας —ό μητροπολίτης της όποιας ήταν ώς τότε επίτροπος του έξάρχου Κομνηνοΰ-Ύψηλάντη— με τή ρητή δέσμευ ση να καταβάλλει έφ' δρου ζωής στον εξαρχο το έτήσιό του4. Φαίνεται δμως πώς τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όπως είχε συμφω νηθεί. Ό Κομνηνός-'Υψηλάντης, επικαλούμενος παράπονα των χριστια νών κατοίκων τοΰ Καστελόριζου σχετικά με τη συμπεριφορά του μητρο πολίτη Πισιδίας, φρόντισε να τον αποβάλει και να ανακτήσει την εξαρχία του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1786, θα παραιτηθεί άπο την εξαρχία προ κειμένου οί εκεί χριστιανοί να μη συνεχίσουν να στερούνται την πνευμα τική προστασία ενός αρχιερέα, δπως σημείωνε ό 'ίδιος στην ιδιόχειρη πα ραίτηση του1. Πίσω δμως άπο τήν παραίτηση αυτή υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, τήν οποία περιγράφει ό ϊδιος στο έργο του 'Εκκλη σιαστικών τε και Πολιτικών βιβλία δώδεκα: «καί πωλήσας εγώ τω 'Ι ωάννη χιλίων γροσιών τήν έξαρχίαν μου αυτήν...»2. Ό 'Ιωάννης ήταν ως τότε ιεροκήρυκας της Μ. Εκκλησίας καί πρόσωπο έμπιστο του πατριάρ χη Προκοπίου- το 1785 είχε χειροτονηθεί μητροπολίτης Μύρων. "Ετσι, μετά τήν «πώληση», το Καστελόριζο καί το Λιβίσι εντάχθηκαν στή μη τρόπολη Μύρων. Τέσσερα χρόνια δμως αργότερα, το 1790, ό πατριάρ χης Νεόφυτος Ζ' τα επανέφερε ώς ενοριακά στή μητρόπολη Πισιδίας3, τή φορά αυτή οριστικά.

Santa Maura

Ή μοναδική, οσο γνωρίζω, πληροφορία δτι το νησί αύτο τοΰ 'Ιονίου, πού γνώρισε για μεγάλο διάστημα την οθωμανική κυριαρχία, αποτέλεσε πα τριαρχική εξαρχία παραδίδεται άπο τον ΆΘ. Κομνηνό-'Υψηλάντη. Στο «σημείωμα» πού απομνημόνευσε το 1729 αναφέρεται: «Τοΰ μεγάλου ρή τορος... Ή Λεύκας και 'Αγία Μαύρα», δηλαδή στον κατέχοντα το όφφί κιο αυτό έκχωροΰνταν ως εξαρχία ή Λευκάδα1. Είναι φανερό πώς ή πληροφορία πού απομνημονεύθηκε το 1729 δεν αποδίδει το καθεστώς τής εποχής εκείνης, άφοΰ ή Λευκάδα άπο το 1684 είχε περάσει στην ενετική κυριαρχία2. Για το διάστημα μάλιστα άπο το 1710 ώς το 1734 γνωρίζουμε δτι αρχιεπίσκοπος Λευκάδος ήταν ό Ευγέ νιος Μαρίνος3. "Οσον άφορα το προ τοΰ 1684 διάστημα, κατά το όποιο ή Λευκάδα βρισκόταν ύπο οθωμανική κυριαρχία, οι επισκοπικοί κατάλογοι δεν πα ρουσιάζουν κενά τέτοια ώστε να υποπτευόμαστε κάποια αλλαγή στο έκκλησιαστικό της καθεστώς1. Ή πληροφορία επομένως του 1729, δτι ή Λευκάδα ήταν πατριαρχική εξαρχία, περιμένει μια επιβεβαίωση.

Metzovo

Κοινό τόπο στή βιβλιογραφία αποτελεί ή άποψη δτι το Μέτσοβο καί ή περιοχή του ονομάστηκε πατριαρχική εξαρχία το 1659- το εκκλησιαστι κό, μάλιστα, αυτό καθεστώς θεωρείται δτι επικυρώθηκε καί με φιρμάνι πού εξέδωσε ό Μωάμεθ Δ'5. Ή πεποίθηση, ωστόσο, αυτή δεν έπιβεβαιώνεται σήμερα από κάποιο σωζόμενο πατριαρχικό έγγραφο. Το αρχαιότερο πατριαρχικό κείμενο πού σώζεται είναι τοϋ 1808, κείμενο στο όποιο ανα φέρεται αόριστα δτι «το Μέτσοβον και πάντα τα συνημμένα αύτω χωρία» έγιναν πατριαρχική εξαρχία «προ χρόνων αμνημονεύτων»1. Τα ονόματα των «συνημμένων χωρίων» δεν αναφέρονται στο κείμενο, τα πληροφο ρούμαστε όμως άπο ενα σιγίλλιο του 1818: επρόκειτο για το Άνήλιον, το Προσήλιον, τίς Μηλιές, το Μαλακάσιον, τήν Κουτσούφλιανη και τή Δερ βεντίστα2. Μοναδική, επομένως, πηγή για τή χρονολόγηση της απαρχής τουέξαρχικοΰ καθεστώτος τοΰ Μετσόβου παραμένει το φιρμάνι τοΰ Μωάμεθ Δ', το όποιο όμως λανθάνει. Το περιεχόμενο του το γνωρίζουμε σήμερα άπο μια απόδοση του στα ελληνικά, πού δημοσίευσε το 1856 ό Άραβαν τινός1. "Αν όμως θεωρήσουμε πώς αποδόθηκε ορθά το σχετικό απόσπα σμα, «ίνα διέπηται ή περιοχή αυτή δια πατριαρχικού έξάρχου», τότε μπο ρούμε να υποθέσουμε δτι το 1659 είχε ήδη καθιερωθεί το έξαρχικο καθε στώς στο Μέτσοβο. Διότι ή εκκλησιαστική οργάνωση μιας περιοχής ήταν ζήτημα πού ρυθμιζόταν άπο το πατριαρχείο και οχι άπο τήν Πύλη. Ή ταν, βέβαια, ενδεχόμενο ή οθωμανική αρχή να υποδείκνυε κάποια επιθυ μητή ρύθμιση' όμως, και στην περίπτωση αυτή, ή καθιέρωση ένος εκ κλησιαστικού καθεστώτος γινόταν άπο τήν εκκλησιαστική αρχή2. Αυτός είναι και ό λόγος πού το έξαρχικο καθεστώς τοΰ Μετσόβου μπορεί να αναχθεί και πρίν άπο τήν αναφορά πού υπάρχει στο φιρμάνι τοΰ 16593. Οι επόμενες πληροφορίες για το έξαρχικο καθεστώς τοΰ Μετσόβου σώζονται στο γράμμα τοΰ 1808 πού εκδόθηκε επί Γρηγορίου Ε'. 'Από το κείμενο αύτο διαφαίνεται μια απόπειρα αλλαγής τοΰ έξαρχικοΰ καθεστώ τος τοΰ Μετσόβου, πού έγινε λίγο πρίν εκδοθεί το γράμμα τον Ιούνιο της χρονιάς εκείνης. Ή Μ. 'Εκκλησία «ήβουλήθη... χειροτονήσαι γνήσιον και κανονικον αρχιερέα και άναδεΐξαι έπισκοπήν». Το σχέδιο δμως αύτο φαίνεται πώς έ'μεινε ανεκτέλεστο, ύστερα άπο τήν έ'ντονη αντίδραση των Μετσοβιτών το γράμμα τοΰ 1808 εκδίδεται για να επικυρώσει το έξαρ χικο καθεστώς της περιοχής. "Εχει καθιερωθεί ή άποψη δτι το πατριαρχείο κατήργησε τότε τοέξαρχικο καθεστώς και ονόμασε το Μέτσοβο επισκοπή1. Είναι ωστόσο, πολύ αμφίβολο αν το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έφτασε ως την ανακήρυξη τοΰ Μετσόβου σε επισκοπή. Σχετική πράξη δεν σώζεται, ενώ υπάρχουν στοιχεία στο γράμμα τοΰ 1808 πού δεν συνηγορούν υπέρ της απόψεως αύτης: α) σημειώνεται πώς ή 'Εκκλησία «ήβουλήθη... χειροτο νήσαι...» και οχι «έχειροτόνησε»' β) «έγραψεν τήν βουλήν αύτης» στους Μετσοβίτες οί όποιοι «δεξάμενοι εύλαβώς τα της 'Εκκλησίας γράμματα... έξητήσαντο δ ι α μ ε ϊ ν α ι τήν πατριαρχικήν ταύτην έξαρχίαν ώς το απ' αρχής ελευθέρα» και οχι «αποκατάστησα!.». Και γ) αναφέρεται «όθεν γράφοντες άποφαινόμεθα ίνα το Μέτσοβον... και πάντα τα συνημμένα αύ τω χωρία... ώς το ά π' αρχής ούτω και εις το έ φ' έξης άπαντα αιώ να και ώσι και λέγωνται και παρά πάντων γινώσκονται πατριαρχική ε ξαρχία»- με άλλα λόγια, στο διατακτικό της πράξης τονίζεται ή μή δια κοπή τοΰ έξαρχικοΰ καθεστώτος2. 'Από ενα άλλο γράμμα, τοΰ 1818, πλη ροφορούμαστε τις λεπτομέρειες για τήν απόπειρα εκείνη3. Ό μητροπολί της 'Ιωαννίνων Ιερόθεος είχε ζητήσει να αναλάβει επίτροπος της εξαρχίας Μετσόβου' ή άδεια τοΰ δόθηκε με τή συναίνεση τοΰ καθολικοΰ έξάρχου —«δι' έξαρχικής συναινέσεως» σημειώνεται στο κείμενο. Καθολικός εξαρ χος ήταν τότε ό διδάσκαλος Φώτιος4. Οί κάτοικοι δμως έξέλαβαν το γεγονός ως το πρώτο βήμα για την ένωση της εξαρχίας με τη μητρόπολη 'Ιω αννίνων και αντέδρασαν αποτέλεσμα των ενεργειών ήταν το γράμμα του 1808, πού «διέλυε τάς άναφυείσας αύτοΐς υπόνοιας)) και επικύρωνε το έξαρχικό καθεστώς του Μετσόβου. "Ας σημειωθεί, πάντως, Ινα γεγονός πού δεν αναφέρεται ρητά στο κείμενο. Ή αντίδραση των Μετσοβιτών δεν πρέπει να αποδοθεί μόνο στους φόβους τους μήπως το Μέτσοβο υποταχθεί στη μητρόπολη 'Ιωαννίνων, άλλα και σε έναν, ακόμα, λόγο: με την επιβο λή του μητροπολίτη 'Ιωαννίνων ως επιτρόπου καταστρατηγούνταν ενα προνόμιο πού είχαν ήδη κατακτήσει, να επιλέγουν αυτοί τον επίτροπο του έξάρχου, ό όποιος στη συνέχεια διοριζόταν «κατ' έπιταγήν έκκλησιαστι κήν». Το προνόμιο αυτό αναφέρεται ρητά στο γράμμα του 1808, χωρίς ό μως να γνωρίζουμε πόσο παλαιά αναγόταν, καθώς δεν σώζονται παλαιό τερα πατριαρχικά έγγραφα1. Ό ουσιαστικός όμως λόγος για τον όποιο εκδόθηκε το σιγίλλιο του 1818 ήταν, παράλληλα με την επικύρωση του έξαρχικοΰ καθεστώτος, ή εκχώρηση της εξαρχίας στη Σχολή τών ελληνικών μαθημάτων πού λει τουργούσε ήδη στο Μέτσοβο2. Έξαρχος στο έξης δεν θα είναι φυσικό άλλα νομικό πρόσωπο, ή σχολή, ενώ τα καθήκοντα του έξάρχου θα ασκεί πρό σωπο το όποιο θα εκλέγουν οί έφοροι της σχολής3. Θα πρέπει να σημειωθεί πώς ή αλλαγή αυτή έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του ως τότε καθολικού έξάρχου: «του άχρι του νυν καθολικού έξάρχου λογιωτάτου γραμματι κού... κύρ 'Αλεξάνδρου... υποχωρούντος άβιάστως και οικειοθελώς», διατύπωση πού αποτελεί μία ακόμη έ'νδειξη πώς το έξαρχικό καθεστώς διατηρούνταν ως τότε.Ή εξαρχία Μετσόβου, με τη μορφή πού πήρε το 1818, διατηρήθηκε και μετά τους Γενικούς Κανονισμούς· αποτελεί μία άπο τίς ελάχιστες πε ριπτώσεις πατριαρχικών έξαρχιών πού επιβίωσαν και μετά τίς γενικές αυτές ρυθμίσεις1. Καταργήθηκε οριστικά το 1924, δταν δημιουργήθηκε ή μητρόπολη Μετσόβου2.

Mosconesia

Τα νησιά πού βρίσκονται ανάμεσα στή Λέσβο και τις ακτές της Μ. 'Α σίας αποτέλεσαν πατριαρχική εξαρχία, ή λήξη της οποίας ορίζεται το 1763- υστέρα άπο τις αλλεπάλληλες καταστροφές πού υπέστη ή Σμύρνη τήν εποχή εκείνη, αποφασίστηκε να άρθεΐ το έξαρχικό καθεστώς στα Μο σχονήσια καί να ενταχθούν ώς ενοριακά στή μητρόπολη Σμύρνης προκει μένου, δπως αναφέρεται στο σχετικό σιγίλλιο, να τήν ενισχύσουν οικονο μικά1. Άπο το 'ίδιο έγγραφο, τοΰ 1763, πληροφορούμαστε ακόμα το όνο μα τοΰ τελευταίου έξάρχου* ήταν ό άρχων κυρίτζης Μανωλάκης, μέγας πο στέλνικος, ό όποιος μάλιστα, σύμφωνα με τήν πατριαρχική απόφαση, για να μήν αδικηθεί άπο τήν κατάργηση της εξαρχίας του, θα συνέχιζε να ει σπράττει εφ' δρου ζωής «το σύνηθες έτήσιον». Για τήν αρχή τοΰ έξαρχικοΰ καθεστώτος τών Μοσχονησίων μόνον εικασίες μποροΰμε να διατυπώσουμε. Ό Κομνηνός-'Υψηλάντης γνωρίζει τα Μοσχονήσια ώς εξαρχία, ή οποία μάλιστα έκχωροΰνταν στον μ. λογο θέτη τοΰ πατριαρχείου. Το ζήτημα, βέβαια, της χρονολόγησης τών πλη ροφοριών αυτών τοΰ Κομνηνοΰ-Ύψηλάντη δεν έ'χει λυθεί2. Γεγονός, πάν τως, είναι πώς τα Μοσχονήσια ονομάστηκαν πατριαρχική εξαρχία μετά το 1644 καί πριν άπο το 1729: το 1644 ό πατριάρχης Παρθένιος Β' ταπροσάρτησε στη μητρόπολη Μυτιλήνης1, ενώ το 1729 είναι ή χρονιά πού αποτύπωσε τίς πληροφορίες του ό Κομνηνος-Ύψηλάντης. "Εκτοτε, καί ως την οριστική κατάργηση τής εξαρχίας Μοσχονησίων το 1763, ή πορεία του έξαρχικοΰ τους καθεστώτος δεν ήταν αδιατάρακτη. Σύμφωνα με πλη ροφορίες πού προσάγει ό Μανουήλ Γεδεών2, τον 'Οκτώβριο τοΰ 1742 ό Παΐσιος Β' προσάρτησε «τήν τέως πατριαρχικήν έξαρχίαν Μοσχονησίων» στή μητρόπολη Σμύρνης, πράξη πού επικυρώθηκε τον 'Απρίλιο τοΰ 17463. "Ως το 1760 τα Μοσχονήσια εξακολουθούσαν να είναι ενοριακά, άφοΰ τον Φεβρουάριο τοΰ 1750 ό μητροπολίτης Σμύρνης τα παραχώρησε στο μη τροπολίτη 'Εφέσου ανταλλάσσοντας τα με τη Ν. Φώκαια καί τή Μενε μένη, ενώ το 1760 κατορθώνει ό μητροπολίτης Μυτιλήνης να τα προσαρ τήσει πάλι στην επαρχία του4. "Αν οί πληροφορίες αυτές τοΰ Γεδεών είναι ακριβείς, τότε ό εξαρχος Μανωλάκης εξασφάλισε εφ' δρου ζωής ενα ετήσιο επί τοΰ οποίου είχε αποκτήσει δικαιώματα μόλις τρία το πολύ χρόνια πρίν έκτος εάν οί εναλ λασσόμενοι μητροπολίτες τής περιοχής ορίζονταν από τον Μανωλάκη να άσκοΰν Ιερατικά καθήκοντα στην εξαρχία του. "Ως να εντοπιστούν τα κεί μενα πού υπαινίσσεται ό Γεδεών, το ζήτημα αυτό μένει ανοικτό.

Micone

Το γεγονός δτι ή Μύκονος αποτέλεσε «πατριαρχικον νησίον» εξαρτώμενο άπο τον πατριάρχη το πληροφορούμαστε έ'μμεσα: σέ συνοδικό τόμο πού εκδόθηκε το 1646 άπο τον Παρθένιο Β' αναφερόταν δτι στή νεοϊδρυόμενη αρχιεπισκοπή Σίφνου εντασσόταν καί το πατριαρχικό νησί τής Μυκόνου4. Είναι πιθανό ή Μύκονος να είχε ώς τότε το 'ίδιο εκκλησιαστικό καθεστώς μέ πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου πελάγους τα όποια, μετά τήν κατάλυση τής φραγκικής κυριαρχίας καί τήν επικράτηση τών 'Οθωμανών, είχανυπαχθεί στην πατριαρχική δικαιοδοσία1. Μετά τήν ένταξη της δμως στην αρχιεπισκοπή Σίφνου δεν ανέκτησε ποτέ το έξαρχικο καθεστώς.

Samotracia

Ή μοναδική πληροφορία για το έξαρχικο καθεστώς του νησιού αύτοΰ είναι ή πράξη της κατάργησης του: το 1646 το ως τότε «πατριαρχικον νησίον» Σαμοθράκη εντάχθηκε, μαζί με τή Θάσο, στή μητρόπολη Μα ρώνειας. Δεν είναι ωστόσο γνωστό αν ή απαρχή του καθεστώτος αύτοΰ συμπίπτει με τήν οριστική υπαγωγή του νησιού στην οθωμανική κυριαρ χία, αν δηλαδή ή Σαμοθράκη ήταν πατριαρχική σέ δλο το διάστημα άπο το 1479 ώς το 16465.

Samo

Ή Σάμος περιήλθε στην πατριαρχική δικαιοδοσία όταν χαρακτηρίστηκε «πατριαρχικών σταυροπήγιον» έπί Μητροφάνους Γ'. Τήν πληροφορία πα ραδίδει ενα συνοδικό έγγραφο πού εκδόθηκε άπο τον Θεόληπτο Β' τον Μάρτιο του 15851. Δεδομένου Ομως ότι ό Μητροφάνης Γ' ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο δύο φορές, θα πρέπει να προσδιοριστεί αν ό χαρακτη ρισμός του νησιού ώς πατριαρχικού έγινε στή διάρκεια της πρώτης πα τριαρχίας του (1565-1572) ή της δεύτερης (1579-1580). Καθώς ή εκκλησιαστική οργάνωση της Σάμου συνδέεται με τον άνασυνοικισμό της, πού τοποθετείται μετά τα μέσα τοΰ 16ου αιώνα, θα πρέπει το πατριαρχείο να φρόντισε σύντομα, τήν Ι'δια περίπου εποχή, για τήν εκκλησιαστική οργάνωση των χριστιανών πού εγκαταστάθηκαν στο νησί. Ό Έπ. Σταματιάδης τοποθετεί τήν αρχή του άνασυνοικισμοϋ της Σάμου στο 1562* εύλογο, επομένως, φαίνεται να χαρακτήρισε ό Μητρο φάνης το νησί πατριαρχικό στή διάρκεια της πρώτης πατριαρχίας του2. Ό 'Ιερεμίας Β', στή διάρκεια της πρώτης (1572-1579) ή της δεύτε ρης πατριαρχίας του (1580-1584), εκχώρησε τήν πατριαρχική εξαρχία της Σάμου στον όφφικιάλιο τοΰ πατριαρχείου πρωταποστολάριο Κων σταντίνο, μαζί με τα «πατριαρχικά νησίδια τήν Ίκαρίαν, Άστυπάλαιαν και τα Ψηρά». ΚαΙ αυτή τήν πληροφορία τή γνωρίζουμε έ'μμεσα, άπο το γράμμα τοΰ Θεόληπτου, τοΰ 15853. Ό Παχώμιος Β' μετέτρεψε τή Σάμο, στή διάρκεια της παράνομης πατριαρχίας του (1584-1585), σε αρχιεπισκοπή και χειροτόνησε αρχιερέα κάποιον Νεόφυτο. Ή ενέργεια αυτή τοΰ Παχωμίου θα ακυρωθεί άπο τον Θεόληπτο Β'· ό Νεόφυτος θα χαρακτηριστεί «άνήρ ανάξιος» να ονομάζεται αρχιερέας και ή Σάμος, μαζί με τα άλλα τρία νησιά, θα αποδοθούν πάλι στον νόμιμο έ'ξαρχο, τον πρωταποστολάριο Κωνσταντίνο, τον Μάρ τιο του 15851. 'Ωστόσο, ενα σιγιλλιώδες γράμμα πού εκδόθηκε άπο τον 'Ιερεμία Β' προκειμένου να αποδοθεί ή σταυροπηγιακή αξία στη μονή Παναγίας Βρον τά της Σάμου αναφέρει τή Σάμο ως αρχιεπισκοπή* σημειώνεται πώς λεί ψανα παλαιών θεμελίων του ναού" της Θεοτόκου βρίσκονται «εν τή επαρ χία της άγιωτάτης αρχιεπισκοπής Σάμου». Ό Σταματιάδης, πού εξέ δωσε πρώτος το σιγίλλιο, αναγράφει ώς χρονολογία του «εν ετει ,ζρπ', μηνί όκτωβρίω Ίνδικτιώνος η'» καί το χρονολογεί στο 15662. Στο πρω τότυπο δμως έγγραφο, πού σώζεται στο 'Αρχείο τής μητροπόλεως Σά μου και 'Ικαρίας, ή χρονολογία πού αναγράφεται είναι «εν ετει ,ζρβ^ μηνί όκτωβρίω, ίνδ(ικτιών)ος ζ*)?», δηλαδή 'Οκτώβριος 1593, έτος πού συμπίπτει άλλωστε με τήν αναγραφόμενη έβδομη ίνδικτιώνα. Κατά συνέ πεια, ή Σάμος ονομάστηκε αρχιεπισκοπή μετά τον Μάρτιο του 1585 καί πρίν άπα τον 'Οκτώβριο του 15933 χωρίς ποτέ, έκτοτε, να αναβιώσει το έξαρχικο καθεστώς πού είχε γνωρίσει- στή νεοϊδρυθείσα αρχιεπισκοπή εντάχθηκε καί ή 'Ικαρία. "Ας σημειωθεί, τέλος, δτι ή ορθή ανάγνωση τής χρονολογίας του σι γιλλιώδους γράμματος τοΰ 'Ιερεμία Β' επιβάλλει να επανεξετάσουμε δύο αναφορές πού υπάρχουν για τήν ίδρυση τής αρχιεπισκοπής Σάμου. Ή πρώτη στηρίζεται στην υπογραφή πού υπάρχει στον συνοδικό τόμο πού εξέδωσε ό 'Ιερεμίας Β' το 1590 για να επικυρώσει τήν εκλογή του Ίώβ ώς πατριάρχη Μόσχας: «ό Σάμου αρχιεπίσκοπος Συμειών», διαβάζουμε στο έγγραφο. Νεότερες έ'ρευνες απέδειξαν δτι οι υπογραφές πού υπάρ χουν παρουσιάζουν προβλήματα γνησιότητας1. Ή υπογραφή λοιπόν και ή χρησιμοποίηση του τίτλου «αρχιεπίσκοπος» δεν είναι ασφαλές τεκμή ριο άλλα πιθανή ένδειξη δτι ή Σάμος είχε γίνει αρχιεπισκοπή ήδη άπο το 1590. Ή δεύτερη αναφορά προκύπτει, καί αυτή, από μια υπογραφή πού φέρεται δτι ύπηρχε σε γράμμα του Θεόληπτου Β', του Μαρτίου του 1585, το όποιο επέδειξε στον Μαρτίνο Κρούσιο ό Άχριδών Γαβριήλ δταν τον επισκέφθηκε το 1587 στην Τυβίγγη. Το κείμενο του γράμματος α ντέγραψε ό Κρούσιος καί σημείωσε τα ονόματα εκείνων πού είχαν υπο γράψει* ανάμεσα τους καί ό «Σάμου Σωφρόνιος»2. Το πρωτότυπο του γράμματος δεν σώζεται ώστε να ελεγχθεί ή ορθότητα της ανάγνωσης της υπογραφής* είναι δμως τουλάχιστον περίεργο ό Θεόληπτος, πού τον Μάρ τιο του 1585 ακύρωσε τή μετάπτωση της Σάμου σε αρχιεπισκοπή, να ακυρώνει πάλι, τον 'ίδιο μήνα, τήν επάνοδο της στο έξαρχικο καθεστώς. Νομίζω πώς στην περίπτωση αυτή είναι εύλογο να δεχθούμε ώς ερμηνεία αυτό πού έ'χει υποστηρίξει ό Ζερλέντης: ο'ι "Ελληνες πού επισκέπτονταν τον Μαρτίνο Κρούσιο ήταν συχνά «κομισταί πλαστών γραμμάτων»3.

Serfanto

Ή πρώτη μνεία της Σερίφου ώς πατριαρχικής εξαρχίας υπήρχε σε γράμ μα με το όποιο ό πατριάρχης Ματθαίος Β' τήν εκχωρούσε, μαζί με τήν 'Αμοργό και τήν Κάλυμνο, στον πρωτοκανόναρχο της Εκκλησίας Μιχαήλ. Το γράμμα αύτο λανθάνει1 και τήν ύπαρξη του γνωρίζουμε από το έπιβε βαιωτήριο «εύεργετικον» γράμμα πού εκδόθηκε το 1602 άπο τον Νεόφυ το Β' υπέρ του Μιχαήλ2. Το έξαρχικο καθεστώς της Σερίφου φαίνεται δτι διατηρούνταν ώς τον Φεβρουάριο του 1616, αφού ό Τιμόθεος Β' απευθυνόμενος στον αρ χιεπίσκοπο Τζίας και Θερμίων τον αποκαλεί καί «έπίτροπον της πατριαρ χικής εξαρχίας Σερίφου», ένώ δεκαέξι χρόνια αργότερα ό Κύριλλος Αού καρης απευθύνεται καί αυτός με πιττάκιο στους κατοίκους της Σερίφου* στην προσφώνηση του διαβάζουμε: «Εντιμότατοι κληρικοί της πατριαρ χικής εξαρχίας νήσου Σέρφου καί χρήσιμοι άρχοντες...»3. Το πιττάκιο εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1632 καί αποτελεί σαφή έ'νδειξη δτι ώς τότε δεν είχε αλλάξει το εκκλησιαστικό καθεστώς του νησιού. Ή απόφαση για τήν κατάργηση της εξαρχίας καί τήν έ'νταξή της στα δρια μιας αρχιεπισκοπής ανήκει στον Παρθένιο Β'· τον Αύγουστο του1646 ιδρύθηκε ή αρχιεπισκοπή Σίφνου, στην οποία εντάχθηκε και ή Σέ ριφος1.

Sicandro

Ή Σίκινος, μικρό καί άγονο νησί του Αιγαίου πελάγους πού ή εκτασή του δεν ξεπερνά τα 41 τχμ., φαίνεται πώς τον 17ο αιώνα συγκαταλεγό ταν ανάμεσα στίς πατριαρχικές έξαρχίες άφοΰ στον συνοδικό τόμο του 1646, μέ τον όποιο ιδρυόταν ή αρχιεπισκοπή Σίφνου, ονομάζεται «πα τριαρχικον νησίδιον», το όποιο υπάγεται πλέον στή νέα αρχιεπισκοπή2. Το νησί αριθμούσε τότε μερικές μόλις εκατοντάδες κατοίκους3 καί ή οικονομική του ευρωστία ήταν πολύ περιορισμένη· είναι εύγλωττο, νομί ζω, το ποσό πού είχε οριστεί να καταβάλλει το νησί στον καπουδάν πασά το 1681, σύμφωνα μέ το Mémoire του Sauiger: 660 ρεάλια, έναντι 3.000 πού οφείλε να καταβάλλει ή Κέα ή 2.000 ή Κύθνος4.

Sifanto

Τήν αρχιεπισκοπή Σίφνου, ή ίδρυση της οποίας αποφασίστηκε το 1646, τή συγκρότησαν «πατριαρχικά νησία» του Αιγαίου πελάγους, ανάμεσα στα όποια, βέβαια, ήταν καί ή Σίφνος5. Ή πρώτη πάντως ρητή μνεία του νησιού ώς πατριαρχικής εξαρχίας ανατρέχει τρεις δεκαετίες νωρίτερα, όταν ό πατριάρχης Τιμόθεος ανάγ γειλε, με πιττάκιο προς τους χριστιανούς της Σίφνου, ότι οί έξαρχοι του νησιού όρισαν ώς επίτροπο τους τον μητροπολίτη Παροναξίας. Το πιττά κιο έχει χρονολογία «εν μηνί αύγούστω ίνδικτιώνος ιβ'», δηλαδή εκδό θηκε τον Αύγουστο του 16141. Επειδή, ωστόσο, άπο το κείμενο φαίνεται οτι οί έξαρχοι κατείχαν ήδη το νησί ώς εξαρχία, το καθεστώς αυτό πρέπει να είχε καθιερωθεί πριν άπο τή χρονολογία αυτή. Οί μνημονευόμενοι στο πιττάκιο έξαρχοι είναι ό μέγας ρήτωρ του πατριαρχείου Μιχαήλ και ό «μέγας διοικητής» Διαμαντής2. Ή 'ίδρυση της αρχιεπισκοπής Σίφνου το 1646 σήμανε και το οριστι κό τέλος του εξαρχικοϋ της καθεστώτος, άφοΰ έκτοτε το νησί παρέμεινε έδρα αρχιερέα* οσο για τήν απαρχή του καθεστώτος αύτοΰ, θα πρέπει να τήν τοποθετήσουμε μετά τήν έναρξη της Τουρκοκρατίας (1537) στο νησί .

Tomarovo

Ό οικισμός αυτός, κοντά στην πόλη Βράιλα ή Προΐλαβο, αποτέλεσε, για κάποιο σύντομο διάστημα μέσα στον 17ο αιώνα, πατριαρχική εξαρχία. Το κείμενο μιας συνοδικής απόφασης, πού εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1664 προκειμένου να επιβεβαιωθεί ή ένωση του Τομαροβου στή μητρό πολη Προϊλάβου, μας πληροφορεί δτι «κατά καιρούς ανωμάλους» το Το μάροβο ονομάστηκε πατριαρχική εξαρχία, μολονότι αποτελούσε πάντοτε ενορία τής επαρχίας Προϊλάβου. Φαίνεται δμως, από τή διατύπωση του κειμένου, πώς το εξαρχικο καθεστώς δεν διάρκεσε πολύ* διότι, «αύθις άντικατέστη και ύπετάχθη αύτη [τή μητροπόλει] Προϊλάβου»1. Ή αποκατάσταση του οικισμού ώς ενοριακού έγινε ύστερα άπο τις ενέργειες τοΰ τότε μητροπολίτη Προϊλάβου Γερασίμου. ''Αν λάβουμε υπό ψη πώς ό Γεράσιμος εκλέχθηκε αρχιερέας τής επαρχίας αυτής τον 'Οκτώ βριο τοΰ 16552 καί ύστερα άπο τρία χρόνια, τον Νοέμβριο τοΰ 1658, ε κλέχθηκε μητροπολίτης Τορνόβου3, το εξαρχικο καθεστώς τοΰ Τομαροβου πρέπει να έληξε μέσα στην τριετία αυτή. "Εκτοτε το Τομάροβο παρέμεινε ενοριακό τής μητροπόλεως Προϊ λάβου- τον 18ο, μάλιστα, αιώνα αναφέρεται καί στή φήμη τοΰ αρχιερέα4.

Policandro

Ή πληροφορία ότι ή Φολέγανδρος συγκαταλεγόταν στους οικισμούς πού έξαρτόνταν άπο τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως προέρχεται άπα το κείμενο του συνοδικού τόμου πού εκδόθηκε τον Αύγουστο του 1646: ή Φολέγανδρος, πού ήταν ως τότε «πατριαρχικον νησίδιον», εντασσόταν πλέον στη νεοϊδρυόμενη αρχιεπισκοπή Σίφνου1. Ή περίπτωση πάντως της Φολεγάνδρου μοιάζει με της Σίκινου: καΐ στα δύο νησιά ή πληθυσμια κή σύνθεση και ή οικονομική κατάσταση ήταν παρόμοιες. Είναι ενδεικτι κό το γεγονός δτι, σύμφωνα με το Mémoire του Sauiger, ή Φολέγανδρος οφείλε να καταβάλλει και αυτή το ϊδιο ποσό με τή Σίκινο: 660 ρεάλια2.

Psara

Το νησί τών Ψαρών —στα πατριαρχικά κείμενα άπαντα και ως Ψηρά, Ψιρρά καί Ψυρρα— είχε χαρακτηριστεί «πατριαρχικον νησίδιον» ήδη τον 16ο αιώνα- στο συνοδικό έγγραφο πού εκδόθηκε επί Θεόληπτου Β' τον Μάρτιο του 1585 τα «Ψηρά» αποτελούσαν τμήμα τής πατριαρχικής εξαρ χίας πού είχε εκχωρηθεί στον πρωταποστολάριο τής Μ. Εκκλησίας Κων σταντίνο1. Ή απαρχή ωστόσο του χαρακτηρισμού τών Ψαρών ώς πα τριαρχικής εξαρχίας πρέπει να αναχθεί λίγο πρίν, άφοΰ στο έγγραφο του 1585 αναφέρεται οτι ή αρχική εκχώρηση έ'γινε έπί 'Ιερεμία Β', ή πρώτη πατριαρχία του οποίου άρχισε το 1572 καί ή δεύτερη έληξε το 15842. 'Ωστόσο, μετά το 1584 καί στή διάρκεια τής παράνομης πατριαρχίας του Παχωμίου Β' τα Ψαρά, δπως καί τα άλλα τρία νησιά πού εκχωρήθη καν στον πρωταποστολάριο Κωνσταντίνο, έχασαν για ένα μικρό διάστημα το έξαρχικό τους καθεστώς καί εντάχθηκαν στην αρχιεπισκοπή Σάμου πού τότε δημιουργήθηκε. Τον Μάρτιο δμως του 1585 καί τα τέσσερα νη σιά ξανάγιναν πατριαρχικά καί έκτοτε θα έχουν τύχη κοινή ώς τη στιγμή πού ή Σάμος θα μετατραπεί οριστικά σε αρχιεπισκοπή —στην οποία θα ενταχθεί καί ή 'Ικαρία3— ενώ ή 'Αστυπάλαια θα ενταχθεί στην επισκοπή Λέρνης4. Τότε φαίνεται πώς τα Ψαρά συνδέθηκαν με τήν εξαρχία Βολισ σοϋ καί Πυργιού τής Χίου, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε τήν ακριβή χρο νολογία τής ένταξης τους. Ή αρχαιότερη, πάντως, ρητή κοινή αναφορά τους περιέχεται σε πιττάκιο του Καλλινίκου Β' του 1701, δταν ό πατριάρ χης οροθέτησε τή δικαιοδοσία του μητροπολίτη Χίου: εξαιρούνταν άπο τήν αρμοδιότητα του «τα τρία χωρία τής πατριαρχικής εξαρχίας Βολισ σοϋ, Πυργιού καί Ψυρρών»5. Τα Ψαρά θα έχουν έκτοτε την 'ίδια τύχη με τους άλλους πατριαρχι κούς οικισμούς της Χίου, την ιστορία των οποίων περιγράφω στο λήμμα Βολισσός1.

Source